- Θετικά ‘έκλεισε’ το 2024 για τα ξενοδοχεία της Αθήνας
- Ο Νόμος 5170/2025 θέτει βάσεις για μια νέα -και ‘βιώσιμη’- αρχή στην υποδομή φιλοξενίας στην Αθήνα
Το 2024 ‘έκλεισε’ θετικά για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, με μέση πληρότητα της τάξης του 78% (αύξηση κατά 2,3% έναντι του 2023), με μέση τιμή δωματίου (ADR) 149,26 ευρώ (αύξηση κατά 8,9% έναντι του 2023) και με έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (Rev Par) 116.48 ευρώ (αύξηση κατά 11,4% έναντι του 2023).
Νοέμβριος – Δεκέμβριος: Το τελευταίο δίμηνο για τα ξενοδοχεία της Αθήνας σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2023 έδωσε μέση πληρότητα της τάξης του 73,8% τον Νοέμβριο (μήνας Μαραθωνίου) και του 61,5% τον Δεκέμβριο, αύξηση της μέσης τιμής δωματίου (ADR) κατά 7,9% και 14.6% αντίστοιχα και αύξηση του εσόδου ανά διαθέσιμο δωμάτιο (Rev Par) κατά 13,7% τον Νοέμβριο και κατά 24,7% τον Δεκέμβριο.
Ανταγωνιστές της Αθήνας: Σε σχέση με την επίδοση των πόλεων – ανταγωνιστών της Αθήνας, σε επίπεδο έτους, τα ξενοδοχεία της Αθήνας είχαν αρκετά καλή επίδοση και απόδοση: H μέση πληρότητα στις πόλεις του European Benchmark κυμάνθηκε μεταξύ 69,2% (σ.σ. αφορά την Κωνσταντινούπολη, στην οποία καταγράφηκε μείωση έναντι του 2023 κατά 7,3%) και 81% (Λονδίνο). Αύξηση ωστόσο σημείωσε και η πληρότητα της Μαδρίτης (+13,7%), της Ρώμης (+10,5%) και της Βαρκελώνης (+9,7%). Από πλευράς μέσης τιμής δωματίου (ADR), συγκρίνοντας την μέση τιμή της Αθήνας το 12μηνο του 2024 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2023, παρατηρούμε αύξηση για την Αθήνα κατά 8,9%, για την Μαδρίτη κατά 14%, για τη Βαρκελώνη κατά 7,7%, για την Ρώμη κατά 2%, ενώ η Κωνσταντινούπολη υποχώρησε κατά 6%. Αντίστοιχα, στο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (Rev Par) στο 12μηνο υπήρξε αύξηση κατά 11,4% στην Αθήνα, αύξηση κατά 19% για την Μαδρίτη, κατά 7% για την Βαρκελώνη, κατά 3,1% για την Ρώμη ενώ στην Κωνσταντινούπολη κινήθηκε σε παρόμοια επίπεδα (+0,4%).
Εκτιμήσεις: Οι διακυμάνσεις που καταγράφηκαν ιδιαίτερα στην μέση πληρότητα των ξενοδοχείων (από 52,9% έως και 92.6%) καθ’ όλη την διάρκεια του 2024 παρουσιάζουν ενδιαφέρον: Παρατηρούμε βελτίωση τους πλάγιους μήνες, από 1,5% (Μάρτιος) έως και 14,2% (Φεβρουάριος), κάτι που δηλώνει την δυναμική της πόλης καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου και επαληθεύει την αργή αλλά σταθερή εξέλιξή της σε ‘city break’ προορισμό – στόχο δεκαετιών για την Αθήνα. Αντίθετα, εμφανίστηκε αρνητικό πρόσημο κατά τους παραδοσιακούς μήνες αιχμής (Μάιο – Ιούνιο) όπως και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έως και τον Σεπτέμβριο του 2024, της τάξης από (-)1,2% έως και (-2,7%) έναντι του 2023 κάτι το οποίο αποδίδεται στην διαμονή των επισκεπτών αυτής της περιόδου σε άλλα καταλύματα – εκτός ξενοδοχείου, όπως λ.χ. σε τουριστικά καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια / διαμερίσματα. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε με αφορμή την Δημοσίευση του Νόμου 5170/2025 πως το σχετικό νομοσχέδιο του Υπουργείου Τουρισμού («Θέσπιση προδιαγραφών ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, περιβαλλοντική κατάταξη καταλυμάτων, απλούστευση διαδικασίας ίδρυσης τουριστικών επιχειρήσεων και ειδικότερες διατάξεις ελέγχου και ενίσχυσης πλαισίου τουριστικών υποδομών») που πρόσφατα υπερψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής, όντως περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις που στοχεύουν σε προσφορά ποιοτικότερης φιλοξενίας, ειδικά σε ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης -καθώς θεσπίζονται ορισμένες βασικές προδιαγραφές, λειτουργικές αλλά και ασφάλειας των επισκεπτών- ενοίκων (λ.χ. αστική ευθύνη). Αν και η έναρξη ισχύος των προβλεπόμενων για τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων από 1 Οκτωβρίου 2025, επιτρέπει στα εν λόγω καταλύματα να λειτουργούν ‘ως έχουν’ για μια ακόμη σεζόν, σίγουρα τίθενται θεμέλια για συμμόρφωσή τους σε μια σειρά minimum προδιαγραφών, όπως και για ελέγχους εφαρμογής αυτών των προδιαγραφών από πλευράς της πολιτείας. Παράλληλα, δεν μπορούμε να μην χαιρετήσουμε -μεταξύ επιπλέον ρυθμίσεων- και το ‘σύστημα κατάταξης των ξενοδοχείων με βάση την περιβαλλοντική τους απόδοση’ (σ.σ. προαιρετικά και των μη κύριων τουριστικών καταλυμάτων), που αποτελεί μια καινοτόμο συνέργεια μεταξύ Ξενοδοχειακού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Αισιοδοξούμε πως μέσω αυτών, όπως και άλλων διατάξεων που εμπεριέχονται στο Νόμο, δρομολογείται μια καλή νέα – και ‘βιώσιμη’ – αρχή, για την τουριστική υποδομή στην Αθήνα, αντάξια της ιστορικής – πολιτιστικής της ταυτότητας, της τουριστικής δυναμικής της, αλλά και της δημοφιλίας της.
Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να επισημάνουμε πως απαιτούνται -και θα επιμείνουμε να διεκδικούμε- αυστηρότερα μέτρα στην βραχυχρόνια μίσθωση, η οποία γιγαντώθηκε ασύμμετρα και ανεξέλεγκτα τα τελευταία χρόνια στην Αττική, φτάνοντας τις 137.499 κλίνες (*) αντιλαμβανόμενοι πλήρως την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων, για την πόλη μας και τους κατοίκους της. Ο περιορισμός των ημέρων τουριστικής αξιοποίησης των ακινήτων του είδους, η μείωση τους σε αριθμό ανά δημοτικό διαμέρισμα και ανά ΑΦΜ που δραστηριοποιείται στην βραχυχρόνια μίσθωση, όπως και μια σειρά επιπλέον ρυθμίσεων κρίνονται ως αναγκαία, καθώς βασίζονται σε μελέτες και στοιχεία που αναδεικνύουν το μέγεθος του θέματος.
(*) Πηγή ΞΕΕ/ ΙΤΕΠ έρευνα ««Ξενοδοχειακό Δυναμικό και Καταλύματα Βραχυχρόνιας Μίσθωσης – Σεπτέμβριος 2024»