Η βιώσιμη διαχείριση προορισμού επικεντρώνεται σε τέσσερις τομείς: την ανάπτυξη επιτυχημένων μοντέλων διακυβέρνησης, τη διασφάλιση νομιμότητας και διαφάνειας, την προώθηση έργων που αναδεικνύουν την αξία του τουριστικού προορισμού και την προετοιμασία για ενδεχόμενη επόμενη κρίση.

Ο τουρισμός είναι ευάλωτος στις παγκόσμιες ή περιφερειακές κρίσεις, είναι όμως και ανθεκτικός και ανακάμπτει μετά απ’ αυτές με ταχύ ρυθμό, δίνοντας ισχυρή ώθηση στην οικονομίες ιδιαίτερα των χωρών, όπως η Ελλάδα, που βασίζονται σ’ αυτόν.

Είναι λοιπόν οι τουριστικοί προορισμοί ανθεκτικοί και επανακάμπτουν δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μεγαλύτερη και ισχυρότερη τουριστική ανάπτυξη σε σχέση με τα προ κρίσεων επίπεδα, ιδιαίτερα δε επειδή είναι  μεγάλη η επιθυμία των τουριστών να ταξιδέψουν ξανά.

Η ανθεκτικότητα του προορισμού είναι η έννοια της επιτυχούς προσαρμογής σε εξωτερικά σοκ και κρίσεις, με τρόπο που έχει ως αποτέλεσμα ένα καλύτερα προετοιμασμένο και πιο εύρωστο οικοσύστημα στο μέλλον. Εξ ορισμού, είναι μια πιο βραχυπρόθεσμη έννοια από τη βιωσιμότητα, αλλά τα δύο συνδέονται άμεσα. Η βιωσιμότητα δεν είναι δυνατή χωρίς ανθεκτικότητα, και η ανθεκτικότητα είναι σπάνια δυνατή χωρίς βιωσιμότητα.

Πώς αντιμετωπίζουν οι προορισμοί τις προτεραιότητες γι’ αυτήν την ανθεκτικότητα; Οι προτεραιότητες διαφέρουν μεταξύ προορισμών και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτές οι διαφορετικές προτεραιότητες εξαρτώνται από την τοποθεσία, το κλίμα, το μείγμα επισκεπτών, την εξάρτηση από τα ταξίδια και τον τουρισμό ως οικονομική κινητήρια δύναμη, την τυπολογία του επισκέπτη, και την ιεράρχηση του τουρισμού μεταξύ άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Συνήθως, οι προορισμοί που εκτίθενται περισσότερο σε κλιματικούς κινδύνους ή/και ακραίες καιρικές συνθήκες επικεντρώνονται στο περιβάλλον και τις υποδομές. Εκείνοι με μεγάλη εξάρτηση από εισπράξεις από ταξίδια και τουρισμό τείνουν να εστιάζουν στην οικονομική ανθεκτικότητα, και ιδιαίτερα στην ικανότητα ο προορισμός, οι επιχειρήσεις και το εργατικό δυναμικό του να επανακάμπτουν γρήγορα σε περίπτωση κρίσεων.

Η κοινωνική υποστήριξη και αποδοχή αποτελούν βασικές προτεραιότητες για προορισμούς με την πιο εποχική ή συγκεντρωμένη ζήτηση, με την ισορροπία μεταξύ  επισκέπτη και τοπικής κοινωνίας να είναι βασικό συστατικό για την ανθεκτικότητα.

Η πανδημία COVID-19 επηρέασε όλους τους προορισμούς, πολλούς μάλιστα δραματικά, και τόνισε τόσο την αξία των ταξιδιών και τουρισμού όσο και τους κινδύνους που ενυπάρχουν στην υπερβολική εξάρτηση χωρίς ευελιξία.

Με βάση πρόσφατη έρευνα και μελέτη του ICF, διεθνούς εταιρείας management consulting και του WTTC αποτυπώνεται το πλαίσιο που συνοψίζει το εύρος των πιθανών δράσεων ανθεκτικότητας – που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον, τις υποδομές, το νερό και την ενέργεια, την οικονομική ανθεκτικότητα και την κοινωνική ανθεκτικότητα, που μπορούν να αναλάβουν οι προορισμοί πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από κρίσεις.

Η βιώσιμη διαχείριση προορισμού και η ανθεκτικότητα στον τουρισμό επικεντρώνονται σε τέσσερις βασικούς τομείς: την ανάπτυξη επιτυχημένων μοντέλων διακυβέρνησης, τη διασφάλιση νομιμότητας και διαφάνειας, την προώθηση έργων που αναδεικνύουν την αξία του τουριστικού προορισμού και την προετοιμασία για ενδεχόμενη επόμενη κρίση (με ταυτόχρονη αντιμετώπιση επαναλαμβανόμενων τάσεων).

Στο επίκεντρο τόσο της ανθεκτικότητας όσο και της βιωσιμότητας βρίσκεται ο κίνδυνος ή η αβεβαιότητα. Προορισμοί, υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, επιχειρήσεις και ταξιδιώτες παίρνουν συνεχώς αποφάσεις με βάση τις εκτιμήσεις των κινδύνων και του κινδύνου που τυχόν προκύπτει. Μερικές φορές αυτά είναι σχετικά γνωστά (για παράδειγμα, η πιθανότητα ο καιρός να είναι ζεστός και ηλιόλουστος στις μεσογειακές χώρες το καλοκαίρι), αλλά άλλες φορές δεν είναι (για παράδειγμα, οι πιθανότητες τρομοκρατικής επίθεσης σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα).

Ενώ η βιωσιμότητα, σε γενικές γραμμές, αφορά τη διασφάλιση συνεχούς ευημερίας, η ανθεκτικότητα είναι η έννοια της διαχείρισης των κρίσεων, καθώς γεγονότα που μπορεί να έχουν προβλεφθεί ή όχι, μπορεί να καταλήξουν σε συνθήκες πολύ έξω από την κανονικότητα ενός προορισμού.

Οι πιέσεις συνήθως θεωρούνται συνεχείς στη φύση, για παράδειγμα, επαναλαμβανόμενη απώλεια παροχής νερού ή ενέργειας, ενώ οι κρίσεις είναι συνήθως βραχυπρόθεσμες και ξαφνικές, όπως π.χ. ένας τυφώνας ή μια πλημμύρα, αλλά η ανάκαμψη και η επαναφορά σε μια νέα κανονικότητα μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά όταν οι ασταθείς παράγοντες είναι σύνθετοι ή διαδοχικοί.

Είναι η ανθεκτικότητα προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα;

Η κατεύθυνση από την ανθεκτικότητα στη βιωσιμότητα είναι πιο ξεκάθαρη από το αντίστροφο – χωρίς ανθεκτικότητα, η επίτευξη στόχων βιώσιμου τουρισμού ή βιώσιμης ανάπτυξης θα γίνει ουσιαστικά αδύνατη. Όσο η κλιματική αλλαγή επιφέρει όλο και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα, μια πολιτική ή οικονομική αστάθεια ακολουθεί μια περίοδο σταθερότητας και ευημερίας και οι πανδημίες αναμένεται ευρέως να γίνουν περισσότερες, η πρόοδος προς τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ  θα απαιτήσει ολοένα μεγαλύτερη προσαρμοστική ικανότητα.

Τι είναι όμως η ανθεκτικότητα στον προορισμό; Η έρευνα του ICF και WTTC ανέδειξε ότι ανθεκτικότητα σημαίνει διατήρηση των θέσεων εργασίας στις τουριστικές και συναφείς επιχειρήσεις, ιδιαίτερα ενόψει των διακοπών, γρήγορη προσαρμογή σε νέες αγορές επισκεπτών για να διατηρηθεί υψηλή πληρότητα στα ξενοδοχεία, η εφαρμογή αποτελεσματικών διαδικασιών για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και η γρήγορη επανάκαμψη της τουριστικής δραστηριότητας, καθώς και η διασφάλιση της συμμετοχής του τοπικού δυναμικού σε τουριστικές δραστηριότητες για τη δημιουργία μεγαλύτερης δικτύωσης και ροής πληροφοριών.

Αναφορικά με το Περιβάλλον, η ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητά του να αντιστέκεται στις ζημιές και να ανακάμπτει γρήγορα από τις φυσικές καταστροφές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για προορισμούς όπου το φυσικό περιβάλλον, όπως παραλίες, βουνά, ποτάμια, και δάση αποτελούν τα βασικά πλεονεκτήματα του προορισμού. Η περιβαλλοντική ανθεκτικότητα μπορεί να εμφανιστεί με πολλές μορφές, όπως η ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε προκαθορισμένο πλαίσιο χρήσεων γης, πολιτικές για τον προσεκτικό έλεγχο της ανάπτυξης γύρω από βασικά φυσικά πλεονεκτήματα, επιδιώκοντας πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και ένα εύρωστο φυσικό περιβάλλον, συνεργασία με τον πρωτογενή τομέα, κλπ.

Η ανθεκτικότητα αναφορικά με τις υποδομές σχετίζεται με την ξενοδοχειακή υποδομή, τις μεταφορικές υποδομές και υποστηρικτικές εγκαταστάσεις που επιτρέπουν στον τουρισμό να λειτουργεί αποτελεσματικά. Πρέπει δε να υπάρχει η  διασφάλιση ότι η τουριστική υποδομή είναι κατάλληλη, ασφαλής και ευθυγραμμισμένη με την ευρύτερη στρατηγική προορισμού. Η ανθεκτικότητα απαιτεί επίσης επαρκή σχέδια και διαδικασίες για την αντιμετώπιση των υποδομών σε μια κρίση.

Η ενεργειακή ανθεκτικότητα αφορά στην ικανότητα ενός προορισμού να διασφαλίζει μια αξιόπιστη, τακτική παροχή ενέργειας. Αυτό μπορεί να σημαίνει δημιουργία πρόσθετων ενεργειακών προμηθειών που θα χρησιμεύουν ως εφεδρείες, ή σχεδιασμός πολιτικών για την ενέργεια σε τοπικό επίπεδο με στόχο τη βέλτιστη αποδοτικότητα. Ο πρωταρχικός στόχος της ενεργειακής ανθεκτικότητας είναι να επιτρέψει στον προορισμό να λειτουργεί ομαλά και να παρέχει σταθερό επίπεδο υπηρεσιών στους ταξιδιώτες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και το ίδιο επίπεδο υπηρεσιών στην τοπική κοινωνία.

Η ανθεκτικότητα αναφορικά με το νερό αναφέρεται στην ικανότητα ενός προορισμού να διασφαλίζει μια αξιόπιστη, τακτική και βιώσιμη προμήθεια γλυκού νερού για ψυχαγωγία και δραστηριότητες αναψυχής. Ο πρωταρχικός στόχος σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η δυνατότητα του προορισμού να λειτουργεί ομαλά και να παρέχει σταθερό επίπεδο εξυπηρέτησης τόσο στους τουρίστες, όσο και στους κατοίκους της περιοχής.

Η οικονομική ανθεκτικότητα μπορεί να χωριστεί σε δύο ορισμούς, ο ένας επικεντρώνεται στην ικανότητα των νοικοκυριών να ανταπεξέρχονται στην κρίση, ενώ η άλλη εστιάζει περισσότερο στο ευρύτερο περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια του COVID-19, οι κυβερνήσεις πολλών χωρών παγκοσμίως υποστήριξαν μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων τους εργαζόμενους στον τουρισμό, αλλά και τις επιχειρήσεις, μέσω δανείων, επιχορηγήσεων, κλπ.

Αυτά βέβαια ήταν εκ των υστέρων μέτρα ανακούφισης, που προέκυψαν από το ξαφνικό και απρόβλεπτο σοκ της πανδημίας, ενώ προορατικές (pro-active) πολιτικές όπως η εκπαίδευση και η ανάπτυξη (νέων) δεξιοτήτων των εργαζόμενων στον τουρισμό μπορούν επίσης να εφαρμοστούν για τη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας.

Τέλος, η κοινωνική ανθεκτικότητα εστιάζει στην ικανότητα των ανθρώπων και των κοινωνικών οντοτήτων να αντιμετωπίζουν περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές απειλές και κρίσεις. Αυτό σχετίζεται κυρίως με τη διασφάλιση ότι όσοι βρίσκονται εκτός του τουριστικού τομέα δεν επηρεάζονται αρνητικά από αυτόν, διασφαλίζοντας όμως ότι θα δοθούν ευκαιρίες σε αυτούς που ανήκουν στον τομέα να μαθαίνουν και αναπτύσσουν βασικές δεξιότητες σε θετικές συνθήκες εργασίας.

Οι τουριστικοί προορισμοί λοιπόν πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για την επόμενη και κάθε επόμενη κρίση, είτε αυτή θα είναι σε τοπική περιφερειακή ή εθνική κλίμακα, είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως η πρόσφατη πανδημία, με την οποία παρεμπιπτόντως, δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμη.

Η προετοιμασία αυτή προδιαθέτει ότι πλέον πρέπει να κατανοήσουμε ότι η «αλλαγή» είναι η μόνη σταθερά. Μελλοντικοί κλυδωνισμοί είναι πολύ πιθανοί, ιδιαίτερα με την «επέλαση» της κλιματικής αλλαγής. Μια κουλτούρα συνεχούς βελτίωσης, μια νοοτροπία ανάπτυξης που εστιάζει στη μάθηση από κρίσεις και όχι απλά στην κατανομή ευθυνών μετά από αυτές και η προσεκτική διαχείριση της αποκτηθείσας γνώσης από τη διαχείριση της κρίσης, είναι όλα απαραίτητα για την ετοιμότητα και την ανθεκτικότητα των προορισμών. Τα μαθήματα από τον COVID-19 δεν πρέπει να ξεχαστούν.