Τ​​ην τελευταία τριετία ο ελληνικός τουρισμός έχει κυριολεκτικά απογειωθεί με βάση όλους τους δείκτες μέτρησής του, αλλά το κυριότερο έχει πλέον –πολύ αργοπορημένα– καταγραφεί τόσο στον επίσημο πολιτικό λόγο όλων των πολιτικών κομμάτων όσο και στις απόψεις της κοινής γνώμης ως κύριος πυλώνας της ανάπτυξης της χώρας. Η αργοπορία αυτή είναι σίγουρα ένα παράδοξο εάν ληφθεί υπόψη ότι στην πραγματικότητα η καταλυτική παρουσία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι σταθερό δεδομένο τουλάχιστον των τελευταίων 30 ετών.

Αυτή η πραγματικότητα, όμως, δεν είχε γίνει προφανώς αποδεκτή πολιτικά μέχρι πρόσφατα εάν ληφθεί υπόψη ότι ο τουριστικός τομέας επί πολλά χρόνια υποχρηματοδοτείτο (σε σύγκριση με τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα) την ίδια ώρα που τόσο η συμβολή του στο ΑΕΠ όσο και στην απασχόληση είναι πολλαπλάσια των δύο παραπάνω τομέων. Οι αιτίες αυτής της «στροφής» συνδέονται αφενός με το γεγονός ότι ο τουρισμός αποτελεί μια σταθερή πηγή εσόδων και απασχόλησης στην τραγική και για τα δύο αυτά ζητήματα περίοδο του Μνημονίου και στη συνειδητοποίηση –πόσο δύσκολο ήταν άραγε…– ότι η ανάπτυξή του χαρακτηρίζεται και από πολύ δυναμικές επιδράσεις για το σύνολο της οικονομίας συμβάλλοντας στη γενικότερη ανάπτυξή της. Εδώ ας μου επιτραπεί μια συνοπτική αναφορά σε ορισμένα οικονομικά δεδομένα, πιθανόν όχι τόσο γνωστά όσο θα έπρεπε.

• Η συμβολή του τομέα υπολογίζεται περίπου στο 20% του ΑΕΠ πλέον, ποσοστό από τα υψηλότερα στον κόσμο, ενώ και οι αφίξεις (περί τα 23 εκατομμύρια άτομα πέρυσι) έχουν πλέον φτάσει σε ύψος ρεκόρ.

• Η απασχόληση –παρά τις δυσκολίες υπολογισμού της εποχικής και έμμεσης– κυμαίνεται στο 20% – 25% του εργατικού δυναμικού ενώ εκτιμάται βάσιμα ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο άτομα αντλούν το εισόδημά τους ή μεγάλο τμήμα του από τον τουρισμό, νούμερο τουλάχιστον εντυπωσιακό

• Οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της οικονομικής λειτουργίας του τομέα είναι από τις υψηλότερες παγκοσμίως επηρεάζοντας καθοριστικά την ανάπτυξη και ευημερία πληθώρας περιοχών –όχι μόνον παράλιων και νησιωτικών– αλλά και πολλών κλάδων της οικονομίας (οικοδομή, υπηρεσίες, εμπόριο, μεταφορές, αγροτικά προϊόντα κ.ά.).

• Η χώρα διαθέτει πλέον ένα ισχυρό brand name διεθνώς ως προορισμός με ποικιλία προσφερόμενων προϊόντων (τουρισμός διακοπών, ειδικός και εναλλακτικός τουρισμός) ενώ η εντυπωσιακή αύξηση των αφίξεων τα τελευταία χρόνια φαίνεται να οδηγεί και στην άμβλυνση –του μόνιμου προβλήματος του ελληνικού τουρισμού– της εποχικότητας.

• Η ανάδειξη –καθυστερημένη– του ΣΕΤΕ ως κοινωνικού εταίρου και άρα συνομιλητή του κράτους σε μια πληθώρα θεμάτων που συνδέονται με την οικονομία, την ανάπτυξη και την πολιτική του τομέα, καταγράφει πλέον ουσιαστικά την πολιτική «αποδοχή» του τομέα.

Ολα τα παραπάνω όμως δεν στηρίχθηκαν σε μια μακροπρόθεσμη, σταθερή, συγκροτημένη και εξειδικευμένη τουριστική πολιτική. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η πολιτική αυτή περιορίστηκε κατά κύριο λόγο και επί πολλές δεκαετίες σε επενδυτικούς νόμους οι οποίοι κυρίως συνέβαλαν σε μια συνήθως απρογραμμάτιστη χωρική επέκταση της ανάπτυξης του τουρισμού. Εξαιρετικά σημαντικά για την πολιτική ενός τομέα που θεωρείται η «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας, οι ατέλειες, οι υστερήσεις και τα προφανή λάθη είναι ο κανόνας αυτού του «παράδοξου».

Ενδεικτικά: παντελής έλλειψη χρηματοδότησης της έρευνας στον τουρισμό, ατελής και αντιφατική πολιτική, θεσμικά και ακαδημαϊκά, στην τουριστική εκπαίδευση, καθυστερημένη και ελλιπής ανάπτυξη των εξαιρετικά σημαντικών για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη της χώρας ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, καθυστερημένη δημιουργία ενός φορέα άσκησης πολιτικής (υπουργείο Τουρισμού) με ελάχιστες αρμοδιότητες και δυνατότητες παρέμβασης στην ανάπτυξη και προβολή του τομέα, ανοχή από το κράτος σε εκτεταμένα φαινόμενα φοροδιαφυγής και «μαύρης» απασχόλησης στις τουριστικές περιοχές κ.ά. Ενός τομέα, όμως, ο οποίος ευημερεί, καινοτομεί, επεκτείνεται, αναπτύσσεται και παράγει πλούτο λειτουργώντας με έναν παράδοξο, πολιτικά και αναπτυξιακά, τρόπο και με ένα είδος «μερικής αυτονομίας» σε ένα κράτος με τεράστια οργανωτικά και θεσμικά προβλήματα τα οποία έχουν επιταθεί λόγω και της πενταετούς περιόδου των μνημονιακών πολιτικών.

Πολιτικών οι οποίες είδαν τον τομέα ως πεδίο άντλησης εσόδων (αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση, αύξηση ΦΠΑ στον τουρισμό, αλλαγή καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά) με αρνητικά αποτελέσματα τόσο στην απασχόληση και στη φοροδιαφυγή όσο και, δυστυχώς, στην ανταγωνιστικότητα σε μια περίοδο όπου ο τουρισμός μπορεί καθοριστικά να συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι και ένα σωστό μέτρο όπως η προώθηση του πλαστικού χρήματος στις συναλλαγές στις τουριστικές περιοχές προτείνεται περιστασιακά και θα έχει αμφίβολα και περιορισμένα αποτελέσματα εάν δεν εφαρμοσθεί σε συνδυασμό και με άλλες πολιτικές ελέγχου της παραοικονομικής δραστηριότητας.

Ηρθε άρα η ώρα να δούμε, επιτέλους, το εύρος και τις πολυεπίπεδες δυνατότητες του τουρισμού, που δίνει εδώ και δεκαετίες «εξετάσεις» και «μαθήματα» στους πολιτικούς της χώρας μας, ως ο δυναμικότερος, καινοτόμος σε επενδύσεις και τεχνολογικές εφαρμογές, εντυπωσιακά διεθνοποιημένος, υψηλής έντασης εργασίας και εξωστρεφής τομέας της οικονομίας. Απλό αλλά και σαφές το μήνυμα –σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο, που αναζητούνται λύσεις εξόδου από την κρίση– πρέπει να είναι προς όλες τις κατευθύνσεις: «Κάν’ το όπως ο τουρισμός…».

* Ο κ. Πάρις Τσάρτας είναι καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ