Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης γράφει στην ηλεκτρονική εφημερίδα τουρισμού «itn Ελληνικός Τουρισμός» που κυκλοφόρησε την περασμένη Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021 για το ελληνικό brand.
Το ελληνικό brand, δεν μπορεί να είναι από τα ισχυρότερα επειδή δεν έχει καθοριστεί ακόμα με σαφήνεια και κάθε χρόνο μιλάμε για κάτι άλλο.Για ποια Ελλάδα μιλάμε; Για την «εμπορική» Ελλάδα του «σουβλάκι και ζορμπά» που προωθούμε ή αυτή των στοχαστών και του πνεύματος που φαντάζονται οι επισκέπτες μας;Για ποιον λόγο να μας επισκεφτούν οι τουρίστες και να μην πάνε κάπου αλλού;
Όχι το brand του ελληνικού τουριστικού προϊόντος δεν είναι ένα από τα ισχυρότερα παγκοσμίως, δεν είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και ιδίως όχι για την ποιότητα του, όπως γράφτηκε σε μια μεγάλη εφημερίδα πριν λίγες μέρες.
Ωστόσο, ναι, πράγματι η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο της αξίας «ασφαλούς καταφυγίου» χάρη στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, που αναγνωρίστηκε από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και επειδή πολλοί από αυτούς τους ανταγωνιστές της είχαν αυστηρότερους περιορισμούς ή πιο περίπλοκα, μεταγενέστερα και περιορισμένα ανοίγματα των θυρών τους.
Το ελληνικό brand, δεν μπορεί να είναι από τα ισχυρότερα επειδή δεν έχει καθοριστεί ακόμα με σαφήνεια και κάθε χρόνο μιλάμε για κάτι άλλο. Για ποια Ελλάδα μιλάμε; Για την «εμπορική» Ελλάδα του «σουβλάκι και ζορμπά» που προωθούμε ή αυτή των στοχαστών και του πνεύματος που φαντάζονται οι επισκέπτες μας; Για ποιον λόγο να μας επισκεφτούν οι τουρίστες και να μην πάνε κάπου αλλού;
Παρά τις διάφορες αυξήσεις στις τιμές πώλησης που παρατηρούνται στους περισσότερους προορισμούς, ειδικά τους premiums, το πρώτο μας επιχείρημα είναι η τιμή: φθηνές διακοπές στον ήλιο και δίπλα στη θάλασσα.
Ότι ο πελάτης πληρώνει περισσότερα είναι πάντα καλό για την επιχείρηση, αλλά έχουμε βελτιώσει τις υπηρεσίες και την προστιθέμενη αξία μας; Δεν νομίζω! Απλά προσπαθούμε να κάνουμε μια γρήγορη κίνηση και να διορθώσουμε για προηγούμενες απώλειες. Αλλά αυτό ισχύει μόνο για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, οι οποίοι δεν κάνουν μια σεζόν.
Τον υπόλοιπο καιρό οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές με ένα αδίστακτο ανταγωνισμό ακόμα και μεταξύ ξενοδοχείων ή δωματίων στον ίδιο προορισμό.
Αυτή η τακτική έχει όμως δύο αρνητικές επιπτώσεις: αφενός να δημιουργήσει δυσαρεστημένους πελάτες, αφετέρου να ωθήσει τη χώρα στην αγκαλιά του υπερτουρισμού.
Ο υπερτουρισμός, όπως αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Στη δεκαετία του ’80, υπήρχε ήδη το σημάδι της υπερβολικής συμμετοχής σε ορισμένα μέρη, στις Άλπεις, για παράδειγμα.
Σήμερα, η Βενετία, η Βαρκελώνη ή το Ντουμπρόβνικ και πρόσφατα η Μασσαλία βλέπουν ορδές τουριστών να καταφθάνουν, ειδικά μέσω όλο και μεγαλύτερων κρουαζιερόπλοιων. Αυτό που είναι νέο είναι ότι οι κάτοικοι οργανώνονται και αμφισβητούν τα πλεονεκτήματα αυτού του τουρισμού. Η ζωή γίνεται όλο και πιο ακριβή, τα ενοίκια αυξάνονται, η προσφορά κατοικιών κινείται προς την τουριστική προσφορά.
Οι άνθρωποι αναγκάζονται να πάνε και να ζήσουν στα περίχωρα. Υπάρχει ένα φαινόμενο απόστασης από τους τοπικούς πληθυσμούς για να βρει στέγη και φθηνότερη ζωή. Αυτό οδηγεί στην αίσθηση ότι ο τουρισμός τον διώχνει έξω από το σπίτι του, από τον τόπο ζωής του.
Από την άλλη, εκείνοι που βρίσκονται στην καρδιά των τουριστικών πόλεων και περιοχών υποφέρουν από τις οχλήσεις όπως ο θόρυβος, το μποτιλιάρισμα, τα απόβλητα και οι καταστροφές του περιβάλλοντος δαιβίωσής του…
Οι δήμοι προσπαθούν να κάνουν ό,τι μπορούν για να διαχειριστούν αυτές τις ενοχλήσεις, αλλά σπάνια το πετυχαίνουν λόγω έλλειψης μέσων και πόρων, και τελικά υποκλίνονται στον βασιλιά τουρισμό που είναι συνώνυμος με τα οικονομικά κέρδη.
Αυτή η υπερκατανάλωση θέτει τις υποδομές σε δύσκολη θέση και παράγει αρνητικές επιπτώσεις ή κακές εμπειρίες για τους επισκέπτες μας: χωρίς πίεση νερού ή νερό και διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, άσχημες μυρωδιές στην πόλη, απόβλητα οποιουδήποτε είδους στις παραλίες, … για ποιο ισχυρό branding μιλάμε;
Η άλλη συνέπεια είναι ότι οι πόλεις γίνονται όλο και πιο τουριστικά διαμορφωμένα μέρη που δυστυχώς δεν ζούνε 365 ημέρες τον χρόνο, μπορούν να γίνουν πάρκα ψυχαγωγίας που ανοίγουν για τις διακοπές στην καλύτερη περίπτωση ή και πόλεις φαντάσματα στη χειρότερη περίπτωση.
Ο ελληνικός τουρισμός δεν είναι 2 ή 3 μήνες για τους πάντες, και 9 μήνες για κανένα, οι σεζόν δεν μεγαλώνουν μόνο επειδή ποντάρουμε στον καλό καιρό και το λέμε, αλλά όταν στήνουμε ειδικά προϊόντα για να το πέτυχουμε.
Ποιος επωφελείται από αυτόν τον αναπτυσσόμενο τουρισμό;
Είναι ανισόρροπο. Υπάρχει μια ιδιωτικοποίηση του τουριστικού κέρδους που πηγαίνει στις τσέπες ιδιωτικών φορέων όπως μεταφορείς, ξενοδόχοι, έμποροι πακέτων, τουριστικά γραφεία, κλπ. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δαπάνες που βαρύνουν τους δήμους όσον αφορά τη συντήρηση των οδικών υποδομών, των αυτοκινητοδρόμων, αλλά και την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, την επεξεργασία των αποβλήτων και των λυμάτων.
Κατά κανόνα, την απόδειξη η πόλη την πληρώνει!
Ποιες είναι οι επιπτώσεις της Airbnb;
Η Airbnb καθιστά κάθε κάτοικο, με ελάχιστο κεφάλαιο, δυνητικό τουριστικό φορέα. Από την άποψη αυτή προωθεί ακόμη πιο περαιτέρω τη διείσδυση της τουριστικής αγοράς σε εδάφη και ατομικές πρακτικές.
Σε γενικές γραμμές, για το μάρκετινγκ που «ενισχύει» τις τουριστικές περιοχές, κάθε κάτοικος γίνεται μια παθητική φιγούρα στην τουριστική σκηνή, ή στην καλύτερη περίπτωση ένας συνεισφέρων παράγοντας.
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η αγορά χάνει την ισορροπία της. Όπως όταν ο αριθμός των δωματίων aibnb είναι υψηλότερος από αυτόν των δωματίων ξενοδοχείων, όταν ο μεγαλύτερος αριθμός δωματίων ξενοδοχείων αφορά τα θέρετρα AI, όταν η υποδοχή των τουριστών γίνεται από άτομα χωρίς καμία τουριστική εκπαίδευση.
Έτσι, ο κίνδυνος να βλάψουμε το brand της Ελλάδας αυξάνεται και χωρίς ισχυρά και πολυετή θεμέλια, καταρρέει, αυτό καταστρέφεται κάθε χρόνο για να ξαναχτίσει το επόμενο.
Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει εδώ και χρόνια ακόμα και πριν την υγειονομική κρίση, ο ελληνικός τουρισμός δεν είναι 2 ή 3 μήνες για τους πάντες, και 9 μήνες για κανένα, οι σεζόν δεν μεγαλώνουν μόνο επειδή ποντάρουμε στον καλό καιρό και το λέμε, αλλά όταν στήνουμε ειδικά προϊόντα για να το πέτυχουμε.
Λοιπόν μπορούμε να οδηγήσουμε αυτήν την αλλαγή ή θα περιμένουμε κάποια άλλη επόμενη κρίση;