Ο Θοδωρής Βασιλείου γράφει για τον αγροτουρισμό και τις δυνατότητες που προσφέρει απέναντι στην υγειονομική και περιβαλλοντική κρίση στην ηλεκτρονική εφημερίδα τουρισμού «itn Ελληνικός Τουρισμός» που κυκλοφόρησε την περασμένη Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021.

Μια υγιής τουριστική βιομηχανία εξαρτάται από ένα υγιές και αξιόλογο περιβάλλον και ο τουρισμός υπαίθρου προσφέρει τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για βιώσιμη ταξιδιωτική δραστηριότητα.

Ιστορικά η πρώτη εμφάνιση του τουρισμού υπαίθρου και του αγροτουρισμού τοποθετείται τον 19ο αιώνα, όταν ο τότε αστικός πληθυσμός πραγματοποιούσε εκδρομές με τους ατμοκίνητους σιδηρόδρομους. Όμως ο αγροτουρισμός ως συγκροτημένη εναλλακτική μορφή τουρισμού,  εμφανίζεται για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60 στις Η.Π.Α. (Farm/ranch  tourism).

Στη χώρα μας, οι πρώτες μορφές αγροτουριστικής δραστηριότητας έλαβαν χώρα το 1984, με την ίδρυση των πρώτων γυναικείων αγροτουριστικών συνεταιρισμών (Πέτρα Λέσβου, Αμπελάκια, Αράχοβα,  Μαστιχοχώρια Χίου). 

Η αγροτουριστική ανάπτυξη στον ελλαδικό χώρο περιορίστηκε στο παρελθόν στη δημιουργία μιας πλειάδας «αγροτουριστικών» καταλυμάτων, συγκεντρωμένα στις παραθαλάσσιες ζώνες ή διάσπαρτα στο χώρο, ασύνδετα συνήθως με τη γεωργική παραγωγή και το τοπικό αγροτικό στοιχείο γενικότερα και χωρίς να προσφέρονται παράλληλα οι υπηρεσίες, τα αγαθά και οι δραστηριότητες που θα αναμενόταν από ένα τέτοιου είδους κατάλυμα.

Ωστόσο η σημερινή τάση είναι η παροχή ολοκληρωμένων αγροτουριστικών υπηρεσιών και άλλων δραστηριοτήτων υπαίθρου και εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες ποιοτικές μονάδες που όχι μόνο δεν έχουν κάτι να ζηλέψουν από το εξωτερικό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι μοναδικές και παραδείγματα προς μίμηση.

Το παγκόσμιο σοκ της πανδημικής κρίσης σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση στο παγκόσμιο τουριστικό τοπίο και αλλάζουν τον τρόπο σκέψης και τις προτιμήσεις των ταξιδιωτών.

Ποιός όμως είναι ο τόπος και ο τύπος διακοπών που επιλέγει ο σημερινός ταξιδιώτης;

-Που θα υιοθετεί το θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ως τρόπο ζωής;

-Που θα αναδεικνύει προορισμούς με καλό κλίμα και πολυποίκιλα  ιστορικά και πολιτιστικά μνημεία. υψηλής αναγνωρισιμότητας;

-Που θα διαθέτει μικρές πόλεις και χωριά με καλή κουζίνα, με ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα, με τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και φιλικούς κατοίκους;

– Που θα επιλέγει τοπικά προϊόντα στην κουζίνα του συνδέοντας την τοπική παραγωγή με τον τουρισμό;

Αυτονόητη η απάντηση, ο «τουρισμός υπαίθρου – αγροτουρισμός».

Και φυσικά τουρισμός υπαίθρου όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, με άπειρες επιλογές αυτού του τύπου διακοπών, με άριστους οικοδεσπότες εμφορούμενους από υψηλά αξιακά πρότυπα και άψογο επαγγελματισμό.

Ολοι πλέον επιθυμούν μια στροφή και αλλαγή του τρόπου της ζωής τους. Εγκαταλείπουν τα καταναλωτικά πρότυπα και την υιοθετούν τους νέους κανόνες αειφορικής συμπεριφοράς και υγιεινών διατροφικών συνηθειών.

Σε αυτή την λογική προσχωρούν σταδιακά ακόμη και οι φανατικοί οπαδοί του θαλάσσιου τουρισμού, επίσης γίνεται πρώτη επιλογή για τις παρέες των νέων.

Τα εθνικά και διεθνή ταξίδια είναι πλέον πολύ μελετημένα και η αναμενόμενη ανάπτυξη του τουρισμού υπαίθρου – αγροτουρισμού αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για την χώρα μας.

Το τουριστικό προϊόν στο σύνολο του είναι προφανώς ευάλωτο στην κλιµατική αλλαγή, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Οι βασικές επιπτώσεις σε τουριστικές περιοχές είναι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση της βροχόπτωσης (ιδίως κατά τη θερινή περίοδο) αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα τα οποία θα εμφανίζονται όλο και συχνότερα.

Παράλληλα έχουν ενδιαφέρον και οι έμμεσες επιπτώσεις, όπως η επίδραση σε κρίσιμους φυσικούς πόρους (π.χ. το νερό), η αλλοίωση του τοπίου και της βιοποικιλότητας, στοιχεία δηλαδή που επηρεάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης του τουρισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η γεωγραφική θέση και τα ειδικά χαρακτηριστικά του χώρου αναφοράς, έχουν συχνά καθοριστικό ρόλο, καθώς μπορεί να διαφοροποιηθεί σημαντικά η έκθεση και η ευαισθησία του στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ως προς τον τουρισμό θα είναι και θετικές και αρνητικές.

Για παράδειγμα η αύξηση της θερμοκρασίας ή/και η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων θα υποβαθμίσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Παρόλα αυτά και λόγω της ποικιλίας των κλιματικών ζωνών της χώρας μας, μια θετική επίδραση που μπορεί να προκύψει σε κάποιες περιοχές είναι η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η οποία σίγουρα θα επηρεάσει με τη σειρά της την προσφορά στον τουρισμό, αλλά και τη ζήτηση.

Οι αρνητικές επιπτώσεις που εκτιμώνται (π.χ.έκθεση της ΕΜΕΚΑ, έρευνα για την κλιματική αλλαγή, από διαΝΕΟσις ), µπορεί να µετριαστούν ή ακόµη και να ανατραπούν, καθώς οι δείκτες τουριστικής ευφορίας βελτιώνονται σηµαντικά την άνοιξη και το φθινόπωρο. Δηλαδή λόγω των αλλαγών, προκύπτουν άριστες κλιματικές συνθήκες στις λεγόμενες ενδιάμεσες εποχές.

Παραδόξως η μικρή αγροτουριστική επιχείρηση αποδεικνύεται ανθεκτικότερη στις βίαιες μεταβολές και τις έκτακτες συνθήκες, διασώζοντας την τουριστική οικονομία και όχι μόνο, από το παρωχημένο τουριστικό μοντέλο της προηγούμενης εποχής.

Εκ των ων ουκ άνευ είναι η ολοκλήρωση ενός σύγχρονου θεσµικού πλαισίου για τον τουρισμό και τις ειδικές μορφές του, η διασφάλιση της ποιότητας στις υποδομές και τις υπηρεσίες.

Ο τουρισμός υπαίθρου – αγροτουρισμός, ως δραστηριότητα, έχει ισχυρότατες συνέργειες µε την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά, αλλά και με τον σύγχρονο πολιτισμό και τις τοπικές παραδόσεις.

Έτσι αναδεικνύεται η ανάγκη να συνδυαστεί η όποια οικονομική πρόοδος µε τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και µε την ηθική της διάσταση (διάχυση του οφέλους στο σύνολο της κοινωνίας).

Η βιωσιμότητα του τουρισμού καλύπτει πολλές πλευρές: την υπεύθυνη χρήση των φυσικών πόρων, τη συνεκτίμηση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου των δραστηριοτήτων (παραγωγή αποβλήτων, πιέσεις που υφίστανται τα ύδατα, το έδαφος και η βιοποικιλότητα κ.ά.), τη χρήση «καθαρής» ενέργειας, την ανακύκλωση και επανάχρηση όσο το δυνατό περισσότερων πόρων, την προστασία της πολιτιστικής ταυτότητας των προορισμώνν, την διατηρησιμότητα των θέσεων απασχόλησης που δημιουργούνται, τις τοπικές οικονομικές επιπτώσεις ή ακόμη την ποιότητα της υποδοχής και φιλοξενίας.

Δύο κατευθύνσεις είναι πλέον διαθέσιμες:

Η πρώτη είναι ο δρόµος της χωρίς µέτρο αξιοποίησης και εκµετάλλευσης της γης και των φυσικών πόρων της χώρας.

Η δεύτερη είναι η επιλογή της ήπιας ανάπτυξης, με σεβασμό στο περιβάλλον και τις βασικές αρχές της αειφορίας και βιωσιµότητας.

Μια υγιής τουριστική βιομηχανία εξαρτάται από ένα υγιές και αξιόλογο περιβάλλον.

Για τούτο τον λόγο είναι επιθυμητή μόνο η ανάπτυξη που θα στηρίζεται στην αειφορία και θα έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και την ποιότητα της ζωής του.

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των κρίσεων που προκαλεί, μπορεί να επιτευχθεί µε την αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης προς την κατεύθυνση του βιώσιμου τουρισμού (τουρισμός υπαίθρου – αγροτουρισμός), µε την προώθηση εναλλακτικών τουριστικών δράσεων και προορισμών σε όλη την ελληνική επικράτεια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Στους βασικούς στόχους  του νέου μοντέλου θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων, η περιβαλλοντική διαχείριση και το ολοκληρωμένο management των τουριστικών πόρων των προορισμών, με εμπλοκή ολόκληρης της τοπικής κοινωνίας.

Εκ των ων ουκ άνευ είναι η ολοκλήρωση ενός σύγχρονου θεσµικού πλαισίου για τον τουρισμό και τις ειδικές μορφές του, η διασφάλιση της ποιότητας στις υποδομές και τις υπηρεσίες του τουρισμού και ασφαλώς η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα τουλάχιστον, οι κλιματικές αλλαγές δεν λαμβάνονταν υπόψη όταν συντελούνταν επενδύσεις στον τουρισμό και τις υποδομές.

Η πολιτεία σε όλα τα επίπεδα πρέπει να μεριµνά για την επίλυση και αντιμετώπιση όλου του πλέγματος των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως:

-Η ένταξη του κάθε δομικού στοιχείου µε απόλυτο σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον.

-Με την επιλογή αρχιτεκτονικών  µορφών που συνδυάζουν τις πιο σύγχρονες αισθητικές αντιλήψεις, µε την αίσθηση του μέτρου που απαιτούν η παράδοση, η ελληνική φύση και η αισθητική του τοπίου

-Επιβάλλοντας λύσεις που να συμβάλλουν στην εξοικονόμηση των ενεργειακών πόρων.

– Προωθώντας ολοκληρωμένες υποδομές, που να εξασφαλίζουν βιώσιμη τροφοδοσία των τουριστικών επιχειρήσεων σε ενέργεια και νερό, αποχέτευση των λυμάτων, εφοδιασμό κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται η σωστή διαχείριση και ανακύκλωση των αποβλήτων και απορριμμάτων µε τη λειτουργία συστημάτων διαχωρισμού των ανακυκλούµενων υλικών από τα υπολείµµατα της μονάδας και τριτοβάθμιου βιολογικού καθαρισμού µε πλήρη επαναχρησιμοποίηση του νερού για άρδευση, φύτευση ενδημικών ειδών χλωρίδας στον περιβάλλοντα χώρο.

-Δημιουργώντας πρότυπα Παρατηρητήρια για τη συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση περιβαλλοντικών παραμέτρων και επιπτώσεων από τις τουριστικές δραστηριότητες ανα περιοχή.

– Δημιουργώντας χώρους µε εκθέματα από τα φυσικά οικοσυστήματα (την τοπική χλωρίδα και πανίδα) κάθε περιοχής, έργα πυροπροστασίας και αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών, δημιουργίας περιπατητικών μονοπατιών κ.α.

-Σχεδιάζοντας και υλοποιώντας προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης των νέων, των εργαζομένων και των κατοίκων μιας περιοχής.

-Προωθώντας Συμπράξεις Τοπικών Συμφώνων Ποιότητας και υποστήριξη των τοπικών παραγωγών για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, τα οποία και πρέπει να ενσωματώνονται στα μενού των ξενοδοχείων.

-Ενθαρρύνοντας την συνεργασία µε τοπικούς φορείς για την αναβάθμιση ή και την αναβίωση παραδοσιακών πολιτιστικών εκδηλώσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Συνοψίζοντας θα επισημαίναμε ότι:

Η ελληνική γεωργία, ο αγροτουρισμός και η ύπαιθρος, γενικότερα, έχουν τεράστια οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική αξία. Αρκεί να αναφερθεί ότι στην  ύπαιθρο ανήκει περισσότερο από το 85% της γεωγραφικής έκτασης της χώρας και σ’ αυτήν κατοικεί ο μισός περίπου πληθυσμός. Η γεωργική  δραστηριότητα υπήρξε ανέκαθεν η «ατμομηχανή» της οικονομίας της υπαίθρου, αν και τα τελευταία χρόνια η γεωργική οικονομία έχει παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία της στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, σε πολλές περιοχές της υπαίθρου.

Η ελληνική ύπαιθρος περιλαμβάνει περιοχές εξαίσιου φυσικού κάλλους με τεράστια οικολογική αξία. Αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια του πλανήτη και η βάση για έναν από τους σημαντικότερους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, τον τουρισμό.

Συνεπώς αυτά που διαφοροποιούν την ελληνική ύπαιθρο είναι η ποιότητα και η ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος, ο μοναδικός κοινωνικός ιστός που επικρατεί στις κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου, γεμάτος από τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις και τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς και οπωσδήποτε ο διατροφικός πολιτισμός με την περίφημη μεσογειακή διατροφή, που είναι χαρακτηριστικό ολόκληρης της ελληνικής υπαίθρου.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ταξιδιώτη, έρχονται πλέον τα γεωργικά προϊόντα υψηλής ποιότητας που παράγονται σε συγκεκριμένες περιοχές και τα οποία διαθέτουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ κατά την παραγωγή τους χρησιμοποιούνται ειδικές μέθοδοι παραγωγής. Η σημαντική ποιοτική υποβάθμιση των προϊόντων συμβατικής γεωργίας οδηγεί σε μεταβολή των διατροφικών προτύπων και σε αύξηση της ζήτησης για βιολογικά προϊόντα και προϊόντα ιδιοτυπίας.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ο τουρισμός υπαίθρου – αγροτουρισμός μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας κινητοποιώντας την κοινωνία από τα κάτω και συμβάλλοντας στην γρήγορη προσαρμογή της χώρας μας στην νέα εποχή.

28 29 VASILEIOU