Γράφει ο Ανδρέας Μάνεσσης
Manessis Travel


Τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης ο τουρισμός ήταν ο τομέας της οικονομίας που στήριξε το ΑΕΠ και την κοινωνία μας περισσότερο από κάθε άλλον. 850 χιλιάδες Έλληνες εργάζονται και δημιουργούν στο κλάδο που έχει χαρακτηριστεί ως η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας. Με τις προσπάθειες όλων φθάσαμε στο ρεκόρ του 2019, με περισσότερα από 30 εκ. τουρίστες και 18 δις. ευρώ έσοδα, το οποίο υπάρχει όχι για να θυμόμαστε τα… περασμένα μεγαλεία, αλλά για να έχουμε στο μυαλό μας τον πήχη που πρέπει να περάσουμε τα χρόνια που έρχονται.

Υπό την πίεση της πανδημίας οι αναλύσεις που κυριαρχούν από την περασμένη Άνοιξη είναι του τύπου «μετά τον τουρισμό τι;», «δεν αρκεί ο τουρισμός» κοκ. Ποτέ δεν αρκούσε ο τουρισμός. Παραμένει, όμως, το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τον πολιτισμό, την ιστορία, τη φύση και το κλίμα μας. Σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά προϊόντα της ελληνικής γης, των θαλασσών μας, τις δημιουργίες των καλλιτεχνών μας, την ασφάλεια που προσφέρουμε κοκ. Δεν είναι κάτι απλό. Είναι σύνθετο και μοναδικό. Όπως, βεβαίως και αντίστοιχα προϊόντα άλλων κρατών. Δεν είμαστε μόνοι και σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε τον ανταγωνισμό.

Ο τουρισμός είναι ένα ακόμη σημείο «συνάντησης» των ανθρώπων και του τόπου, το μέσο για να γνωρίσουν την Ελλάδα ταξιδιώτες από κάθε γωνιά της Γης, αλλά και οι ίδιοι οι Έλληνες. Θα ήταν τραγικό να απεμπολήσουμε τις τεράστιες επενδύσεις που έχουν γίνει σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό. Σε θεσμούς και επιχειρήσεις. Χρειάζεται, λοιπόν, ψυχραιμία και σχέδιο.

Οι δύο πρώτοι μήνες του 2020 έδειχναν πως το ρεκόρ του 2019 θα ήταν σύντομα παρελθόν: με 20% αύξηση σε αφίξεις και έσοδα! Μετά, ήρθε η πανδημία. Αλλά, το νήμα είναι εκεί και μας περιμένει να το πιάσουμε ξανά, έχοντας κατανοήσει και αφομοιώσει τα νέα δεδομένα.
Ο στόχος της αύξησης του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμείνει «με περισσότερο τουρισμό» και όχι «σε βάρος του τουρισμού». «Ναι» στην ανάπτυξη και άλλων τομέων και κλάδων. Προς Θεού «όχι» στην υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, υπό το βάρος του πανικού, της πίεσης ή του φόβου. Θα ήταν σαν να ρίχνουμε με ένα όπλο στα πόδια μας. Το ιδανικό είναι η τουριστική παλέτα της χώρας μας να εμπλουτιστεί και να συνδυαστεί με τον πρωτογενή τομέα, την υγεία, την τοπική ζωή, την εκπαίδευση, την τηλεργασία και άλλους κλάδους που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν με νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες. Θα ήταν λάθος να ορθώσουμε τα όποια «σύνορα» στις παραγωγικές δραστηριότητες.

Ο κόσμος δε θα σταματήσει να ταξιδεύει. Εμείς πρέπει να κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να παραμείνουμε προορισμός. Και για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει όλοι να συνεργαστούμε. Εργαζόμενοι, επιχειρήσεις, παραγωγοί, τοπική αυτοδιοίκηση, κυβέρνηση. Όλοι έχουν ρόλο. Όλοι έχουν να κερδίσουν.

Έχοντας αυτή την πρόκληση μπροστά είναι σπατάλη δυνάμεων η συζήτηση για το αν έπρεπε η όχι να ανοίξει η χώρα το περασμένο καλοκαίρι. Να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από την εμπειρία των μηνών που πέρασαν, αλλά να μην κολλήσουμε εκεί. Η συζήτηση αυτή, εκτός από πολύ θεωρητική και μάταιη σε αυτή την δεύτερη πολύ σκληρή περίοδο της καραντίνας που βιώνουμε, είναι και μια ακόμη μαχαιριά στο ήδη πολύ λαβωμένο σώμα της «βιομηχανίας» του τουρισμού.

Προφανώς πρέπει να δούμε ξανά το θέμα των τεστ στις πύλες εισόδου. Ειδικά από την στιγμή που αυτά σε πολλές από τις χώρες αφετηρίας των τουριστών αποδείχθηκαν αναξιόπιστα. Αλλά, αν δεν έχει δουλέψει καλά ένας κρίκος δεν πετάς ολόκληρη την αλυσίδα. Απλά αποκαθιστάς τον αδύναμο κρίκο.

Και αν κάποιος νομίζει ότι υποστηρίζουμε το άνοιγμα γιατί είχαμε κέρδη θα ήθελα να ενημερώσω το κοινό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων που ανταποκρίθηκαν και δήλωσαν «παρών» στο κάλεσμα της Πολιτείας κατέγραψαν ζημιές. Αλλά, δε μπορούσαμε και δεν έπρεπε να γυρίσουμε πλάτη. Γιατί, κάποιες στιγμές πρέπει να δίνουμε και την πρέπουσα σημασία στην αξία της ψυχολογίας των ανθρώπων που υπηρετούν το τουριστικό μας προϊόν.

Με βάση τα στοιχεία που διαβάζουμε και έχουν την αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας και των αρμόδιων αρχών, μοιάζει πιθανό ότι ακόμη και εάν δεν είχε ανοίξει ο τουρισμός το καλοκαίρι, σήμερα και πάλι θα βρισκόμασταν αιφνιδιασμένοι. Ξεκινώντας ουσιαστικά και πάλι από την ίδια αφετηρία, όμως με ακόμη βαρύτερο ψυχολογικό τίμημα από την παρατεταμένη αδράνεια μηνών και έχοντας υποστεί ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό κόστος.
Για την ιστορία, η μεσοσταθμική πτώση τζίρου στα περισσότερα γραφεία είναι πάνω από το 80%, ενώ σε αρκετά γραφεία που επιχειρούν με κάποια εξειδίκευση φτάνει και το 100%.
Διαβάζουμε σε άρθρα ότι η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι άσκηση για δυνατούς λύτες. Ότι η τεχνολογία και η καινοτομία θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη της τουριστικής βιομηχανίας, ότι στην Ευρώπη ο βιώσιμος τουρισμός θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη, με τις χώρες να επιδιώκουν να πετύχουν θετικό αντίκτυπο στις τοπικές κοινότητες και διάφορα άλλα θετικά και αισιόδοξα ζητήματα της επόμενης μέρας.

Το ερώτημα για εμάς είναι πώς θα επιβιβαστούν σε αυτό το «τρένο» τα ελληνικά τουριστικά γραφεία; Ασφαλώς και δεν θα το καταφέρουμε απλά και μόνο με επιδόματα! Χωρίς να είμαστε αγνώμονες, εκτιμάμε την στήριξη της Πολιτείας με τις αναστολές, το πρόγραμμα «Συνεργασία», τα προγράμματα των επιστρεπτέων προκαταβολών, αλλά δεν υπάρχουν μέτρα που μπορούν να καλύψουν τις απώλειες. Ειδικά αν δεν γίνουν γρήγορα κάποιες απαραίτητες διορθώσεις. Όσο ακόμη υπάρχει χρόνος να σωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας: Πως είναι δυνατόν επιχείρηση με δεκάδες εκατομμύρια τζίρο και 100 άτομα προσωπικό (που έχει αιφνίδια απωλέσει το 90% της δραστηριότητας της) να αντιμετωπίζεται με «κόφτη» στην επιστρεπτέα προκαταβολή και να της προσφέρεται το ίδιο ποσό δανείου βοήθειας με μια εταιρεία 8 εργαζομένων και με το 15% του κύκλου εργασιών της; Πως είναι δυνατόν να εξαιρείται από τα προγράμματα ΕΣΠΑ για επιδότηση κεφαλαίου κίνησης, αφού αυτά είναι μόνο για μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις; Προφανώς και η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στους πιο «αδύναμους». Όμως, είναι λάθος και η προσέγγιση «έλα μωρέ, αυτοί είναι μεγάλοι και έχουν». Είναι λάθος που μπορεί να μας οδηγήσει σε παγίδα. Γιατί, επενδύσεις έχουν μείνει στη μέση, δάνεια και υποχρεώσεις τρέχουν. Μιλάμε για τις επιχειρήσεις που σε κανονικές συνθήκες είναι αυτές που πληρώνουν τον κύριο όγκο μισθών, ασφαλιστικών εισφορών, φόρων και ΦΠΑ στο κράτος, τους εργαζόμενούς τους και τους συνεργάτες τους.

Τολμώ να πω πως η «αιχμαλωσία» γόνιμων κρατικών βοηθημάτων σήμερα στα χέρια μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών σχημάτων της αγοράς, δηλαδή πολύ μεγαλύτερα  βοηθήματα από τις πραγματικές ανάγκες τους, στερεί επενδύσεις ή τη συνέχεια αυτών και προσπάθειες του παραγωγικού ιστού του τουρισμού για μια καλύτερη τύχη της ελληνικής τουριστικής επιχειρηματικότητας την επόμενη μέρα. Ένα παράδειγμα: Γραφείο με 100 εργαζόμενους λαμβάνει επιστρεπτέα προκαταβολή ύψους 350 χιλιάδων. Ποσό που προφανώς μπορεί να καλύψει μόνο ένα μέρος των ανελαστικών δαπανών του. Τα ίδια χρήματα δίνονται και σε ένα μικρότερο σχήμα με το 10% του τζίρου της πρώτης επιχείρησης, που ουσιαστικά δεν έχει τρόπο να τα αξιοποιήσει δημιουργικά και κυρίως εντός του κλάδου. Η κυρίαρχη άποψη που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο θέλει το 2021 να επιστρέφουμε σε καλύτερες μέρες με κίνηση/έσοδα στο 50% του 2019. Μακάρι να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, όμως αυτό που μπορούμε να δούμε με βεβαιότητα είναι ότι ο ιός δεν υπακούει σε σενάρια. Η πραγματικότητα είναι ότι το 2020 η αγορά πρόλαβε και έκανε ένα παραγωγικό διάστημα 2.5 μηνών, από Ιανουάριο έως μέσα Μαρτίου, που το αντίστοιχο 2021 θα είναι πιθανότατα μηδέν.

Και η μηχανή του τουρισμού δεν ξεκινά με το γύρισμα ενός κουμπιού. Θέλει προγραμματισμό, καλή εικόνα και δεδομένα μηνών για να μπορέσει κανείς να λύσει την εξίσωση. Χωρίς συνοχή και αρμονική λειτουργία των επιμέρους κρίκων που απαιτούνται δεν παράγεται ορθολογικό αποτέλεσμα. Και, μέχρι να λειτουργήσουν τα εμβόλια, μέχρι να πάρουν ξανά μπροστά οι μηχανές, τα διαθέσιμα «καύσιμα» θα πρέπει να αξιοποιούνται πολύ προσεκτικά. Γιατί πρέπει να αντέξει ο προϋπολογισμός, πρέπει να αντέξουν οι επιχειρήσεις, πρέπει να αντέξουν οι εργαζόμενοι. Στο πλαίσιο αυτό, η Πολιτεία οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να στηρίξει τον καθένα στη σωστή αναλογία. Να μη σπάσει η αλυσίδα, για να είναι σωστό στο τέλος το αποτέλεσμα της εξίσωσης.