Σε λίγους µήνες, τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, αλλάζει εποχή. Όµως, αν και έχουµε µπει στην τελική ευθεία, το νήµα δεν έχει ακόµη κοπεί.
Χρειάζεται, λοιπόν, αυξηµένη εγρήγορση µέχρι την τελευταία στιγµή. Αλλά εξίσου αναγκαία είναι η έγκαιρη συνειδητοποίηση των νέων µεταµνηµονιακών συνθηκών, των δυνατοτήτων, αλλά και των νέων απαιτήσεων.
Δεν πρόκειται για µια τυπική χωρίς σηµασία αλλαγή, όπως αµήχανα υποστηρίζει η αντιπολίτευση. Ασφαλώς, το τέλος των µνηµονίων δεν είναι το τέλος όλων των διαστάσεων της κρίσης. Είναι όµως µια δυνατότητα και µια ευκαιρία να αντιµετωπίσουµε τις πληγές της κρίσης, αλλά και τις παθογένειες του παρελθόντος από καλύτερες θέσεις.
Διότι η Ελλάδα παύει να αποτελεί εξαίρεση και ο στόχος είναι οι όποιες µεταµνηµονιακές υποχρεώσεις να είναι αντίστοιχες µε εκείνες των άλλων χωρών. Η ελληνική οικονοµία απελευθερώνεται από τα δεσµευτικά πλαίσια των µνηµονίων της σκληρής λιτότητας και της ασφυκτικής κηδεµονίας. Η Ελλάδα ανακτά τον έλεγχο επί της πολιτικής της. Ανακτά τη δυνατότητα, αλλά και την πλήρη ευθύνη, να σχεδιάζει το µέλλον της και να συµµετέχει ισότιµα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Για να συνειδητοποιήσουµε τα νέα δεδοµένα, είναι αναγκαία η γενικευµένη στροφή της κοινωνίας προς το µέλλον. Να διαµορφώσουµε ένα νέο τρόπο σκέψης προσανατολισµένο στο «αύριο», µια νέα ιεράρχηση των στόχων µε βάση τα καθήκοντα της επόµενης µέρας, καθώς και µια νέα ατζέντα αντιπαραθέσεων, αλλά και συναινέσεων, µε βάση τα ερωτήµατα και τα διλήµµατα της µετάβασης στη νέα µεταµνηµονιακή εποχή.
Η Ελλάδα της κρίσης και των µνηµονίων είναι µια Ελλάδα µε πληγές και τραύµατα, που θα χρειαστεί χρόνος και προσπάθειες για να επουλωθούν. Είναι ακόµη µια Ελλάδα µε παθογένειες και αρνητικές κληρονοµιές, η έκταση και το βάθος των οποίων δεν έχει ακόµα πλήρως συνειδητοποιηθεί. Θα χρειαστούν όχι απλώς µεταρρυθµίσεις, αλλά ρήξεις και τοµές για να ανατραπούν «συστήµατα» που για δεκαετίες δρούσαν σε όλη την κλίµακα της κοινωνίας ως µηχανισµοί γιγάντωσης και διευρυµένης αναπαραγωγής φαινοµένων διαφθοράς, διαπλοκής και σπατάλης.
Όµως, η Ελλάδα δεν είναι µόνο αυτά. Και σίγουρα δεν είναι ένας «σωρός ερειπίων», όπως εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος επιδιώκουν να εµφανίσουν. Είµαστε και µια χώρα πολλαπλών δυνατοτήτων.
Η Ελλάδα είναι σήµερα ένας πόλος πολιτικής και γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Στη θέση της δηµοσιονοµικής ασωτίας έχει µπει η -σκληρά κατακτηµένη, µε θυσίες του ελληνικού λαού- δηµοσιονοµική βιωσιµότητα. Το χρέος θα παραµείνει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, όµως οι δαπάνες εξυπηρέτησής του θα είναι υπό έλεγχο και οι συζητήσεις για την περαιτέρω ελάφρυνσή του βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η δηµιουργία ταµειακών αποθεµάτων και η θεσµοθέτηση της ρήτρας ανάπτυξης στην εξυπηρέτηση του χρέους θα αποτελούν µηχανισµούς θωράκισης για το µέλλον.
Η χώρα διαθέτει σηµαντικές παραγωγικές δυνατότητες που καλύπτουν οριζόντια όλο το φάσµα της οικονοµίας, τον τουρισµό, την ενέργεια, τη διαµετακόµιση, τη ναυτιλία, τη µεταποίηση, την αγροτική παραγωγή.
Όµως στην εποχή µας οι παραγωγικές δυνατότητες µιας χώρας βρίσκονται πρωτίστως στο ανθρώπινο δυναµικό της και στο πεδίο αυτό έχουµε σηµαντικές αναξιοποίητες δυνατότητες.
Παρότι, λοιπόν, η κληρονοµιά του παρελθόντος είναι βαριά, οι αρνητικές τάσεις όχι µόνο είναι αναστρέψιµες, αλλά η αντίστροφη κίνηση έχει ήδη αρχίσει. Η πολιτική των τελευταίων τριών ετών δηµιούργησε συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαµψης, που αρχίζει να γενικεύεται. Η απασχόληση, οι επενδύσεις, η βιοµηχανική παραγωγή, ο τουρισµός και οι εξαγωγές έχουν µπει σε ανοδική τροχιά. Η ανεργία, αν και είναι ακόµη σε υψηλά επίπεδα, σηµειώνει σηµαντική µείωση.
Ορισµένοι χαρακτηρίζουν την ανάκαµψη αυτή «αναιµική». Πρόκειται για επιφανειακή θεώρηση. Το σηµαντικό είναι ότι ο κύκλος της ύφεσης έκλεισε και τη θέση του έδωσε σ’ έναν κύκλο ανάκαµψης, που όλοι οι διεθνείς οργανισµοί προβλέπουν ότι θα επιταχυνθεί, θα διαµορφωθεί σε επίπεδα µεγαλύτερα του 2% και θα έχει διάρκεια.
Άλλο είναι το πραγµατικό διακύβευµα. Και αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η ανάκαµψη γίνεται σε µεγάλο βαθµό ακόµη στις παλιές βάσεις. Είναι αποσπασµατική και άνιση. Και οι πολίτες δεν συµµετέχουν ισότιµα στα οφέλη. Το τρένο της οικονοµίας κινείται ακόµη στις παλιές γραµµές. Κι αυτό επιχειρούµε ν’ αλλάξουµε.
Η νέα µεταµνηµονιακή φάση χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από µια εγγενή αντίφαση. Από τη µια πλευρά, η οικονοµία θα ανακάµπτει και, αν το διεθνές περιβάλλον είναι ευνοϊκό, η ανάκαµψη θα αποκτά ισχύ και διάρκεια. Από την άλλη, όµως, τα συσσωρευµένα προβλήµατα, οι παθογένειες του παρελθόντος και οι προκλήσεις του µέλλοντος θα εξαντλούν τον δυναµισµό αυτής της ανάκαµψης, αν δεν αντιµετωπίζονται.
Διότι οι λεγόµενες «παθογένειες του παρελθόντος» δεν αφορούν κάποια σποραδικά λάθη πολιτικής, αλλά βαθιά ταυτοτικά χαρακτηριστικά του κρατικοδίαιτου ελληνικού καπιταλισµού και του πελατειακού και γραφειοκρατικού κράτους. Αποτελούν, δηλαδή, από κοινού το «βαθύ σύστηµα», τον πυρήνα των αιτιών της κρίσης και της χρεοκοπίας.
Από την άλλη, είναι η τέταρτη βιοµηχανική επανάσταση, η ψηφιακή και ροµποτική πρόκληση για την εργασία και τα δικαιώµατα, η κλιµατική αλλαγή, η δηµογραφική επιδείνωση, το µεταναστευτικό, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, δυνατότητες και κίνδυνοι µαζί, που στο έδαφός τους κρίνονται σήµερα οι εθνικοί και οι ταξικοί ανταγωνισµοί.
Γι’ αυτό και η ανάκαµψη, ακόµη κι αν γίνει ισχυρή, από µόνη της δεν αρκεί, αν δεν µειώνει τις περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες, αν δεν απαντά στις σύγχρονες ανάγκες, αν δεν υπηρετεί τελικά ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο που θα επανακαθορίζει το κοινωνικό και παραγωγικό υπόδειγµα, τον διεθνή ρόλο της χώρας και την αναβαθµισµένη θέση της στον διεθνή καταµερισµό της εργασίας. Αυτή είναι η µεγάλη πρόκληση της µεταµνηµονιακής περιόδου. Διότι, αν δεν αποκτήσουµε συνείδηση των βαθύτερων αιτιών της χρεοκοπίας, οικονοµικών, πολιτικών, ακόµη και πολιτισµικών, καθώς και των αιτιακών σχέσεων, δεν θα µπορέσουµε να προχωρήσουµε µέχρι τέλους και χωρίς πισωγυρίσµατα στη ρήξη µε τις παθογένειες που την προκάλεσαν.
Χρειαζόµαστε, λοιπόν, ένα στρατηγικό σχέδιο ευρύτερο και όχι στενά οικονοµικό, σε χρονικό ορίζοντα αντίστοιχο µ’ εκείνο των στόχων βιώσιµης ανάπτυξης του ΟΗΕ, µε συµβολικό ενδιάµεσο σταθµό τα 200 χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το σχέδιο αυτό, για την Ελλάδα του 2030, πρέπει και µπορεί να αποτελέσει βάση κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου, πεδίο διαµόρφωσης των νέων µεταµνηµονιακών διαχωριστικών γραµµών, αλλά και προοδευτικών αναδιατάξεων και ανασυνθέσεων του πολιτικού συστήµατος.
Στην κατεύθυνση αυτή η κυβέρνηση, έπειτα από έναν ευρύ κύκλο διαλόγου στο πλαίσιο των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων, προχωρεί στη σύνταξη της νέας Αναπτυξιακής Στρατηγικής µε τη µορφή ενός προγράµµατος «ειδικού σκοπού», το οποίο θέτει τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης, απαντά στη βάση αυτών στα προβλήµατα της κοινωνίας και ταυτόχρονα αποτελεί τη βάση επί της οποίας θα συµφωνηθεί η έξοδος από τα µνηµόνια.
Η νέα Αναπτυξιακή Στρατηγική δεν περιορίζεται, όµως, στο πεδίο των κατευθύνσεων, αλλά προσδιορίζει βασικές δράσεις και µηχανισµούς ελέγχου υλοποίησής τους. Όµως, οι µεταρρυθµίσεις της µεταµνηµονιακής εποχής, όπως άλλωστε και η συνταγµατική αναθεώρηση και άλλες θεσµικές αλλαγές, πρέπει να υπηρετούν τον µετασχηµατισµό του κράτους και της οικονοµίας στην κατεύθυνση της βιώσιµης, δίκαιης και χωρίς αποκλεισµούς ανάπτυξης, την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσµά και τις παθογένειες του παρελθόντος, την προετοιµασία της ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.
Η έξοδος από τα µνηµόνια γίνεται σε µια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων στην περιοχή µας. Τα ζητήµατα, λοιπόν, της ειρήνης, της ασφάλειας και της περιφερειακής συνεργασίας αποκτούν νέα επικαιρότητα και σηµασία. Η ανασυγκρότηση της οικονοµίας, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, η αποκατάσταση της αξιοπιστίας των δηµοκρατικών θεσµών και η ενίσχυση της δηµοκρατίας γενικότερα αποτελούν ένα µέρος της απάντησης σε αυτά τα προβλήµατα. Ένα άλλο µέρος της απάντησης, όµως, βρίσκεται στην ενίσχυση και στον επαναπροσδιορισµό του διεθνούς ρόλου της χώρας.
Ο ρόλος µιας περίκλειστης Ελλάδας, που διαιωνίζει τις εκκρεµότητες και γίνεται µέρος των προβληµάτων της περιοχής, δεν είναι µόνο αντιπαραγωγικός, αλλά και επικίνδυνος για τα ευρύτερα εθνικά µας συµφέροντα. Αντίθετα, η ενεργή στρατηγική πολυδιάστατων συµµαχιών, ειρήνης, συνεργασίας και συνανάπτυξης στην περιοχή, µε δραστήρια συµµετοχή στην επίλυση των προβληµάτων της, µπορεί να συµβάλει τόσο στην εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας όσο και στην αναβάθµιση του διεθνούς ρόλου της χώρας.
* Άρθρο στο αφιέρωμα των Νew York Times και του Euro2day με τίτλο «Turning Points»