Σε περίεργα μονοπάτια εχει μπει  εδώ και δύο χρόνια ελληνικός τουρισμός καθώς μπορεί να έχουμε εντυπωσιακά νούμερα αφίξεων και αυτά σε ορισμένες περιοχές μειούμενες,  αλλά οι δαπάνες αυτούς που έρχονται  είναι μειωμένες που σημαίνει ότι ούτε τα ταμεία γεμίζουν αλλά αντίθετα αναγκαζόμαστε να βάζουμε το χέρι στην τσέπη για να διατηρούμε και να επεκτείνουμε υποδομές που απαιτούν οι μεγάλοι αριθμοί τουριστών.

Η τουριστική σεζόν στην Ελλάδα έχει αλλάξει το προφίλ καθώς από το «λίγοι και καλοί» έχει μεταπέσει στο «πολλοί και άφραγκοι».

Την τάση στην τουριστική αγορά την έχουν δει αρκετοί επαγγελματίες   και έχουν  κρούσει το  «καμπανάκι του κινδύνου» με σειρά άρθρων και η  έκθεση της Eurobank αποκαλύπτει ότι το ελληνικό τουριστικό μοντέλο ξεφτίζει, καθώς επί 13 χρόνια κρατούνται «παγωμένα» τα έσοδα, παρ΄ ότι ο αριθμός των αφίξεων παρουσιάζει εντυπωσιακή αύξηση.

Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα αν και το ζητούμενο για το κράτος και τους επιχειρηματίες του κλάδου είναι η ενίσχυση της μέσης δαπάνης ανά ταξιδιώτη, με στόχο  την προσέλκυση τουριστών υψηλότερων  εισοδηματικών κριτηρίων, όπως αποτυπώνεται και στη σχετική έκθεση τα τουριστικά έσοδα αυξήθηκαν σε έναν βαθμό τα τελευταία χρόνια όχι χάρη στο μεγαλύτερο budget των ταξιδιωτών, αλλά χάρη στην άνοδο των αφίξεων.

Και σε αυτά τα τουριστικά έσοδα δεν μπορούν να προστεθούν από τους Έλληνες καθώς ένας στους δύο αδυνατεί να πάει διακοπές και ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές ούτε να το σκεφτούν εάν και το 2025 μπορεί να είναι χειρότερο ενώ από όσους μπορούν, προτιμούν να πάνε εξωτερικό παρά στις ακριβές ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή τεράστιο ερώτημα είναι πώς θα αντέξουν οι υποδομές; Σε όλα τα επίπεδα: Δρόμοι λιμενικές υποδομές ,καθαριότητα αεροδρόμια τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, ύδρευση κλπ.

Έπειτα που θα βρεθούν εργαζόμενοι που να γνωρίζουν από εξυπηρέτηση, είδη λείπει από τον τουρισμό 80000 κόσμος ,κρατώντας την ίδια πολιτική απέναντι σε αυτούς με πολλούς να εγκαταλείπουν το επάγγελμα.

Ερωτήματα για την βιωσιμότητα της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας θέτει η πρόσφατη έκθεση της Eurobank με τίτλο «Τουρισμός – Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής».  

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της Eurobank, «τα τελευταία χρόνια το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού μεταβάλλεται προς την κατεύθυνση “όλο και περισσότεροι τουρίστες οι οποίοι διαμένουν όλο και λιγότερο στη χώρα και αφήνουν όλο και λιγότερα χρήματα”».

«Σε ό,τι αφορά τα συνολικά μεγέθη, το κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην Ελλάδα από το 2011 μέχρι το 2024 (5,8% κατά μέσο όρο ετησίως) προήλθε κυρίως από τη συνιστώσα των αφίξεων. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι ενισχύθηκε ο μαζικός τουρισμός, αποτέλεσμα που είναι συμβατό με την κυριαρχία του πακέτου “ήλιος και θάλασσα”.

 Αναλυτικά, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των αφίξεων ήταν 7,1%, οδηγώντας την εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση στους 40,7 εκατ. ταξιδιώτες το 2024 (συμπεριλαμβανομένων των αφίξεων από κρουαζιέρα), από 15 εκατ. το 2010. Αντιθέτως, η μέση δαπάνη των ταξιδιωτών μειώθηκε στα €530,6 το 2024, από €640,4 το 2010», επισημαίνεται .

«Η στροφή στον ποιοτικό τουρισμό είναι ελκυστική αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο project το οποίο θα επέβαλλε μεγάλες αλλαγές σε επιχειρηματικές πρακτικές, πολιτικές, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), αλλά και σε νοοτροπίες», σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση.

Επισημαίνει ότι «μια σύνθετη προσπάθεια μετασχηματισμού του μοντέλου του τουρισμού δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι το όφελος είναι σημαντικό και για πολλούς αλλά είναι έμμεσο και μακροπρόθεσμο, ενώ το κόστος είναι για συγκεκριμένους και βραχυπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, η προσπάθεια αυτή δεν είναι πιθανό να ευδοκιμήσει χωρίς την ενεργητική στήριξη (και αστυνόμευση) τέτοιων πολιτικών από το κράτος».

«Σε έναν βαθμό αυτό οφείλεται σε μεταβολές στα μοτίβα της εξωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, στον βαθμό στον οποίο η διόγκωση της ζήτησης μεταφράζεται σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος και του επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών, η διατηρησιμότητα αυτής της ζήτησης στο μακροχρόνιο διάστημα δεν είναι δεδομένη», συμπληρώνει.

Δυστυχώς, τα νέα αυτά έχουν φτάσει και στους επενδυτές – εγχώριους αλλά κυρίως ξένους – με αποτέλεσμα να καταγραφεί μεγάλη πτώση των μετοχών επιχειρήσεων που σχετίζονται με τον τουρισμό.

Πολλοί επενδυτές θεωρούν πως η Ελλάδα φτάνει στο τέλος της διαδρομής της όσον αφορά την τουριστική της ανάπτυξη.

Με λίγα λόγια, έφτασε στο «ταβάνι» της και δεν έχει περιθώριο για περαιτέρω άνοδο .Αν αυτή η εκτίμηση επιβεβαιωθεί, έρχονται δραματικές στιγμές για τον κλάδο, και για μια χώρα που, (κακώς) , στήριξε σχεδόν ολόκληρη την οικονομία της πάνω του.

Μπορούν να γίνουν αλλαγές στον σχεδιασμό, μπορούν να συζητηθούν σοβαρα αυτά τα καμπανάκια ,μπορούν να αλλάξουν τα συνολικά σχέδια για τον τουρισμό ,προς όφελος του κράτους των επιχειρήσεων και τον εργαζομένων.

Μπορούν αλλά από τα μεγάλα λόγια πρέπει να πάμε στα έργα και αυτά είναι πολλά ,πριν τα καμπανάκια γίνουν καμπάνες και πουληθούν επιχειρήσεις σε μαζικότερο επίπεδο σε διεθνή εταιρείες .

Ο  θεματικός τουρισμός η ανάπτυξη του πανέμορφου ορεινού όγκου το τεράστιο και πλούσιο απόθεμα ομορφιάς της χώρας ,ποτάμια ,λίμνες ,ιαματικές πήγες ,η ιστορία ο πολιτισμός και τόσα άλλα μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την στροφή.

Με εκτίμηση για αυτές της σκέψεις

 ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΩΡΓΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ