Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκαν τα δύο περιφερειακά συνέδρια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία. Η επιλογή των δύο περιοχών δεν ήταν τυχαία. Βρίσκονται και οι δύο σε μια εποχή βίαιης μετάβασης, αν και για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία και εξαιτίας διαφορετικών συνθηκών.
Η Δυτική Μακεδονία, αφενός, βιώνει τις συνέπειες της βίαιης απολιγνιτοποίησης με κυβερνητική απόφαση και μια επελαύνουσα οικονομική καταστροφή: Με δημογραφική συρρίκνωση και γήρανση, με φυγή των νέων ανθρώπων από τον τόπο τους, με την υψηλότερη ανεργία στη χώρα, με μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με υποβάθμιση των υποδομών της και με σταδιακή ερημοποίηση, φαινόμενα που εντείνονται χρόνο με τον χρόνο και πλήττουν άμεσα και βίαια τον κοινωνικό ιστό.
Η Θεσσαλία, αφετέρου, βιώνει τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, που όμως πολλαπλασιάστηκαν από την έλλειψη προληπτικής και διαχειριστικής επάρκειας της κυβέρνησης, προκαλώντας ανυπολόγιστες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, πρωτογενή παραγωγή, δημόσιες υποδομές και δίκτυα, γεγονότα που δοκιμάζουν ακόμη σκληρά τους ανθρώπους και το άμεσο περιβάλλον τους, φυσικό οικονομικό και κοινωνικό.
Ωστόσο, η κρίση που βιώνουν και οι δύο περιφέρειες, παρά τα επιμέρους διαφορετικά τους χαρακτηριστικά, δεν είναι ασύνδετη από όσα φέρνει μαζί της η κλιματική αλλαγή και η προϊούσα περιβαλλοντική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη συζήτηση στα δύο συνέδρια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταγράφηκαν προβλήματα, κατατέθηκαν προτάσεις και αναδείχθηκαν λύσεις που μένει να μετουσιωθούν σε πολιτική πρόταση και πράξη για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την ανάταξη και την ανθεκτικότητα των περιοχών που έχουν πληγεί.
Θα μπορούσε η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη να αποτελέσει μέρος αυτής της παραγωγικής ανασυγκρότησης;
Στην περίπτωση της Θεσσαλίας, που αποτελεί αναπτυσσόμενο τουριστικά προορισμό, ο τουριστικός τομέας υπέστη καθίζηση από τις πρόσφατες καταστροφές, τουλάχιστον στο ¼ 20% της ετήσιας δραστηριότητας, σύμφωνα με εκτιμήσεις των φορέων. Ωστόσο, ο βιώσιμος τουρισμός μπορεί να συμβάλλει ενεργά στην ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας και να αποτελέσει εργαλείο ενίσχυσης της πρωτογενούς παραγωγής και της κοινωνικής συνοχής, ακόμα και σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Η περιοχή διαθέτει μοναδικό φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα για να μπορέσει να ανακάμψει, αναπτύσσοντας δράσεις και προγράμματα που θα εμπλέκουν τον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Πρώτα από όλα όμως απαιτείται άμεση αποκατάσταση των υποδομών που έχουν πληγεί και ισχυρά κίνητρα για όσους ήδη δραστηριοποιούνται στον κλάδο ώστε να παραμείνουν και να συνδιαμορφώσουν την επόμενη μέρα. Στη Θεσσαλία οφείλουμε ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και ανακατεύθυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων σε έργα υποδομής, εφαρμόζοντας μια ολοκληρωμένη στρατηγική, που θα εστιάζει στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και θα λαμβάνει υπόψη πρώτα απ’ όλα τις ανάγκες των κατοίκων και των τοπικών κοινωνιών, ιδίως μετά τη δοκιμασία που πέρασαν.
Από την άλλη πλευρά η Δυτική Μακεδονία, βάσει όλων των σχετικών δεικτών, είναι ουραγός στην τουριστική ανάπτυξη, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 0,4% των διανυκτερεύσεων και μόλις το 1% των επισκέψεων της χώρας, ενώ παράλληλα βιώνει την κατάρρευση του υφιστάμενου παραγωγικού της μοντέλου. Με βάση τα στοιχεία αυτά αποτελεί χρέος μας να σχεδιάσουμε και να ξανασκεφτούμε θετικά τη βιώσιμη τουριστική προοπτική του τόπου για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την προσέλκυση νέων ανθρώπων που θα μπορούν να δουν το μέλλον τους σε αυτές.
Παρόλο που η Δυτική Μακεδονία αποτελεί τη μικρότερη τουριστική περιφέρεια της χώρας και παρουσιάζει πολύ περιορισμένη τουριστική ανάπτυξη, αυτό δεν πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως πρόβλημα. Απεναντίας. Στην Περιφέρεια υπάρχει, εξ αυτού του λόγου, η δυνατότητα να σχεδιαστεί ο τουρισμός από την αρχή, με βάση υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές και να αποφευχθούν τα συνήθη προβλήματα που επιφέρει η άναρχη τουριστική ανάπτυξη που παρατηρείται σε άλλες περιοχές της χώρας και που είναι δύσκολο πλέον να αναστραφεί.
Ο τουριστικός σχεδιασμός της Δυτικής Μακεδονίας μπορεί να προσβλέπει σε ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε εμπλουτισμό με νέα τουριστικά προϊόντα, σε ενίσχυση της τουριστικής συνείδησης και σε υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό επιχειρηματιών και εργαζομένων.
Συμπερασματικά, αποτελεί πρόκληση να διεκδικήσει για τον εαυτό της και να αποτελέσει, στη μεταλιγνιτική εποχή, μια περιοχή – πρότυπο Βιώσιμης Τουριστικής Ανάπτυξης, με διακριτή ταυτότητα. Δεν είναι μοιραίο, άλλωστε, να αποτελεί για πάντα την «μπαταρία» της χώρας.
Διαθέτει απαράμιλλο φυσικό πλούτο, μοναδική ιστορική, πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά, ξεχωριστά τοπικά προϊόντα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε περιφερειακή ενότητα, που είναι ικανά να προσδώσουν συνολικά στην περιοχή έναν μοναδικό, εναλλακτικό τουριστικό χαρακτήρα. Επομένως μπορεί να καταστεί μια περιοχή-πρότυπο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης και να διεκδικήσει την πρωτοπορία, έναντι άλλων περιοχών, στον Βιώσιμο Τουρισμό. Είναι ίσως η μόνη που έχει ακόμη τη δυνατότητα να το οραματιστεί, να το σχεδιάσει και να το πράξει.