Μια μοναδική ανακατασκευή του Παλιού Νερόμυλου ενός χώρου με μεγάλη ιστορία, που έχει μετατραπεί σε ειδυλλιακό τόπο προσέλκυσης επισκεπτών στους Μύλους της Κυπαρισσίας.

Είχα ακούσει για τον «Παλιό Νερόμυλο», στον οικισμό των Μύλων, πολύ κοντά στην Κυπαρισσία, αλλά όχι λεπτομέρειες. Περιέργως, δεν επιδίωξα να διαβάσω κάτι ή να δω φωτογραφίες όπως συνηθίζω προτού επισκεφθώ έναν χώρο. Καλύτερα! Έτσι, μου αποκαλύφθηκε, μου «συστήθηκε» σιγά σιγά, βήμα βήμα.

Εντυπωσιάστηκα από την εξωτερική όψη του κτιρίου, του οποίου «φώναζε» από μακριά η ποιότητα της ανακατασκευής του. Αφού το βλέμμα μου χάιδεψε προσεκτικά κάθε πτυχή της, πέρασα στο εσωτερικό. Ο ήχος του νερού που έτρεχε με δύναμη και γύριζε τη φτερωτή που ενεργοποιούσε τη μυλόπετρα τράβηξε αμέσως την προσοχή μου και στράφηκα προς το αριστερό μισό του ισογείου. Αφού χάζεψα για λίγο το θέαμα αλλά και τα εργαλεία και τα παλιά αντικείμενα που βρίσκονταν στο χώρο, κινήθηκα προς την άλλη πλευρά που λειτουργεί ως πωλητήριο με λίγα αναμνηστικά και προϊόντα της τοπικής γαστρονομίας, όμορφα τακτοποιημένα.

Ανθρώπινη παρουσία δεν είχα αισθανθεί ακόμα, όταν άκουσα από τον πάνω όροφο ομιλίες. Ανέβηκα γρήγορα την ξύλινη σκάλα για να βρεθώ σε έναν καλαίσθητο χώρο, μισής έκτασης από το ισόγειο, που λειτουργεί ως καφενείο. Ευγενέστατες και χαμογελαστές κυρίες με καλωσόρισαν. Και οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν. Βγήκα στην αυλή, μετά από παραίνεση έκανα και μια σύντομη περιήγηση στο κτήμα και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Ο χρόνος μου όμως ήταν λίγος. Ήπια ένα τσίπουρο σε ένα σκιερό σημείο, είπα πως θα ξαναπάω να συναντήσω τον μυλωνά, αποφασισμένος πως όλο αυτό θα είχε και συνέχεια, και έφυγα. 

Το άλλο πρωί με βρήκε καθισμένο σε ένα δροσερό σημείο στην αυλή να απολαμβάνω το φημισμένο πρωινό του καφενείου, όταν με πλησίασε ο μυλωνάς και διαχειριστής του χώρου, ο Νάσος Σμέρδης. Η σύντομη πρώτη συνάντηση μαζί του ήταν καταλυτική. Αποφάσισα οριστικά πως θα αφιερώσω ένα άρθρο μου στον «Παλιό Νερόμυλο». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας με το σημειωματάριό μου υπό μάλης περνούσα για τρίτη φορά την πύλη του μύλου. Αυτά που ακολουθούν είναι αποτέλεσμα σύνθεσης των όσων μου είπε ο μυλωνάς, όσων διάβασα και όσων βίωσα ο ίδιος.

Κάνοντας  μια βουτιά στο παρελθόν, ο νερόμυλος του Μαυρογένη ή του Κατσαπρόκου, όπως ήταν το παρατσούκλι του, κτίστηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά πριν το 1850, χωρίς να είναι βέβαιο το πότε ακριβώς. Αποτελεί έναν από τους δέκα νερόμυλους, ο τελευταίος στη σειρά, που λειτουργούσαν χρησιμοποιώντας το ίδιο νερό που κατέβαινε με ορμή από ψηλά στο λόφο, από το χωριό Βρύσες. Ήταν ο τελευταίος που άντεξε στο χρόνο, λειτουργώντας έως το 1974 όταν ο Δήμος Κυπαρισσίας για να εξασφαλίσει επάρκεια ύδρευσης «πήρε» το νερό αφού αποζημίωσε τον μυλωνά. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής όταν λόγω δυσκολίας πρόσβασης στο χωριό, ελλείψει δρόμου, ο μύλος έγινε στέκι των αντιστασιακών.

Στις 19 Δεκεμβρίου του 1943 μάλιστα η περιοχή βομβαρδίστηκε περίπου επί δυόμιση ώρες λόγω της πληροφορίας πως επρόκειτο να συνεδριάσουν οι αντάρτες εκεί. Μετά την απελευθέρωση ο νερόμυλος αποτέλεσε αρχηγείο των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μέχρι το 1945, ο νερόμυλος λειτουργούσε και ως ταβέρνα ενώ μετά τον πόλεμο και ως το 1974 λειτούργησε ως καφενεδάκι και μικρομπακάλικο. Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, εκεί σταματούσαν οι περαστικοί και οι στρατοκόποι της εποχής, ενώ λένε με καμάρι πως έρχονταν το ξημέρωμα οι ξενύχτηδες από την Κυπαρισσία για να ακούσουν τα αηδόνια στη ρεματιά.

Το περιβάλλον του νερόμυλου είναι πραγματικά ειδυλλιακό. Βρίσκεται πλάι σε μια πανέμορφη ρεματιά, ενώ επάνω από αυτόν προβάλλει ένας εντυπωσιακός λόφος με πυκνή λόγω των πολλών πηγών βλάστηση. Ακολουθώντας το μονοπάτι της ρεματιάς από τον νερόμυλο προς τα πάνω, προς το χωριό Βρύσες, μπορεί να θαυμάσει κανείς την υπέροχη φύση, να χαρεί το τρεχούμενο νερό αλλά και τους υπόλοιπους νερόμυλους που περιμένουν καρτερικά τη δική τους αναβίωση.

Η οικογένεια Ιμιρζιάδη, γνωστή για το ενδιαφέρον της για τη διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου, αγόρασε τον μύλο και το κτήμα το 2005. Μετά την ολοκλήρωση της σχετικής μελέτης, το έργο αναστήλωσης έτυχε χρηματοδότησης από το πρόγραμμα LEADER, στο πλαίσιο αναβίωσης παλιών επαγγελμάτων, και στη συνέχεια ο μύλος ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο, ως δείγμα κτιρίου της προβιομηχανικής περιόδου, από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού το 2012.

Η ανακατασκευή του παλιού κτίσματος έγινε με απόλυτο σεβασμό, τηρήθηκαν οι παραδοσιακές τεχνικές, σε όλες τους τις λεπτομέρειες, χρησιμοποιήθηκαν παλιά υλικά και σε κάθε περίπτωση γνώμονας των παρεμβάσεων ήταν η αυθεντικότητα. Συντηρήθηκε ο παλιός μεταλλικός μηχανισμός του μύλου, κατασκευασμένος μεταξύ του 1900 και του 1915, ανακατασκευάστηκαν πλήρως τα ξύλινα μέρη του ενώ διατηρήθηκαν οι παλιές μυλόπετρες που προέρχονται από ένα λατομείο της Μήλου που βυθίστηκε το 1956. Ο «Παλιός Νερόμυλος» εντάχθηκε σε ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο που το 2015 αριθμούσε 3.500 νερόμυλους και ανεμόμυλους, εκ των οποίων μόνο 4 ή 5 βρίσκονται στην Πελοπόννησο.

Στον περιβάλλοντα χώρο, έκτασης δύο στρεμμάτων, δημιουργήθηκαν μικρές αυλές και λιακωτά, υπαίθριοι και σκεπαστοί χώροι, πέτρινες σκάλες και ξύλινες γεφυρούλες. Ανανεώθηκαν οι καλαμιώνες, τα δέντρα έτυχαν περιποίησης, δημιουργήθηκαν νεροδιαδρομές και μικροί καταρράκτες. Στο κτήμα, με το παρθένο από φάρμακα και λιπάσματα έδαφος, συναντά κανείς βραγιές με βότανα και μυριστικά όπως μέντα, δεντρολίβανο, λουίζα, λεμονοθύμαρο, δυόσμο και ρίγανη. Συναντά ένα μικρό μποστάνι και αρκετά δέντρα, πολλά εκ των οποίων είναι οπωροφόρα όπως πορτοκαλιές, νεραντζιές, μανταρινιές, μουσμουλιές, συκιές, ροδιές, κυδωνιές, βανίλιες και βερικοκιές.

Δυο κατασκευές τραβάνε σίγουρα το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Στο όριο του κτήματος με τη ρεματιά υπάρχει μια παράξενη κατασκευή με το επίσης παράξενο όνομα: «Ξενοδοχείο Εντόμων»! Έμαθα πως συνηθίζεται στις βορειοευρωπαϊκές  χώρες και αποσκοπεί στο να δημιουργήσει ευνοϊκό περιβάλλον στα έντομα, που τόσο είναι απαραίτητα στην επικονίαση των φυτών. Η κατασκευή αποτελείται από ένα περίβλημα από καλάμια και εντός του πλαισίου που σχηματίζεται βρίσκονται κορμοί δέντρων και κεραμικά με μικρές οπές αλλά και πορώδεις πέτρες.

Η άλλη παράξενη κατασκευή είναι ένα ηλιακό ξηραντήριο βοτάνων που αποτελείται από ένα ξύλινο κουτί που κλείνει αεροστεγώς με μια γυάλινη επιφάνεια, ένα σκοτεινό κουτί που έχει ράφια όπου τοποθετούνται τα βότανα προς ξήρανση και έναν σωλήνα που τα ενώνει. Ο θερμός αέρας που παράγεται στο κουτί με τη γυάλινη επιφάνεια με φυσικό τρόπο κινείται μέσω του σωλήνα αναζητώντας διέξοδο προς τα πάνω και έτσι διατρέχει όλα τα ράφια όπου βρίσκονται τα βότανα ξηραίνοντάς τα.

Τρεις βασικές δραστηριότητες συνυπάρχουν στο χώρο, γεγονός που συνιστά πρωτοτυπία. Ο νερόμυλος καταρχάς, είναι λειτουργικός, αλέθει σιτάρι και παράγει σε ετήσια βάση δύο τόνους αλεύρι που χρησιμοποιείται για τα τηγανόψωμα, για το ψωμί και τις χειροποίητες πίτες που προσφέρονται στο καφενείο αλλά και για τα παξιμάδια, τα κουλουράκια και τα σπιτικά ζυμαρικά που πωλούνται στο μαγαζάκι. Εκεί, μαζί με λίγα αναμνηστικά του μύλου πωλούνται πλήθος γαστρονομικά προϊόντα. Κάποια καλλιεργούνται, παρασκευάζονται ή συλλέγονται από τους ανθρώπους του «Παλιού Νερόμυλου» ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από επιλεγμένους μικρούς τοπικούς παραγωγούς. Το παραδοσιακό καφενείο, εκτός του ελληνικού καφέ, των γλυκών του κουταλιού και του υποβρυχίου, προσφέρει, μεταξύ άλλων, ροφήματα βοτάνων, ούζο, τσίπουρο και ένα πλήρες πρωινό με πλήθος από τοπικά προϊόντα.

Σημαντικός είναι ο αντίκτυπος του «Παλιού Νερόμυλου» και στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής. Αναμενόμενο, δεδομένου πως ο μυλωνάς μας είναι και κιθαρίστας. Σε μια γωνιά του κτήματος υπάρχει μια υπερυψωμένη εξέδρα, εν είδει πάλκου, και μπροστά της τοποθετούνται καθίσματα ανάμεσα σε δυο σειρές δέντρων. Ο Νάσος αναφέρθηκε σε ένα πραγματικά εντυπωσιακό πλήθος εκδηλώσεων αλλά όταν ζήτησα να ξεχωρίσει δυο τρεις για να τις αναφέρω στο παρόν δεν θέλησε να το κάνει γιατί η καθεμιά άγγιξε την ψυχή του με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Ελπίζοντας να με συγχωρέσει, αναφέρω ενδεικτικά από αυτές που άκουσα: το αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο με ερμηνεύτρια την σοπράνο Claudia Delmer, τη συναυλία του συγκροτήματος «Encardia» με μουσική και τραγούδια από τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, και τη διαδραστική παράσταση «Η Μυλωνού»  από τη θεατρική ομάδα «Μικρός Νότος». Οι δε μουσικές που ακούγονται καθημερινά στο χώρο είναι έργα επιλεγμένων ελλήνων μουσικοσυνθετών.

Στο παρελθόν δεν έλειψαν και οι γευσιγνωσίες. Από το 2009 έως και το 2013 πραγματοποιούνταν γευσιγνωσίες οίνων στον εξωτερικό χώρο με συμμετοχή αρκετών οινοποιείων ενώ για ένα διάστημα κάθε δεύτερη Τετάρτη παρουσιαζόταν στο εσωτερικό του κτιρίου ένα διαφορετικό κάθε φορά οινοποιείο της περιοχής.

Επίσης, όπως ήταν φυσικό, ο νερόμυλος έχει ενταχθεί στην περιβαλλοντική εκπαίδευση του Υπουργείου Παιδείας με αποτέλεσμα να το επισκέπτονται ογδόντα με εκατό σχολεία κάθε χρόνο.

Σε κάθε πτυχή κάθε δραστηριότητας η φιλοσοφία της ολιστικής προσέγγισης είναι φανερή, ο σεβασμός στο αυθεντικό, στην παράδοση, στη φύση, στον άνθρωπο είναι κάτι παραπάνω από φανερός. Σε καθετί αντανακλάται η φιλοσοφία των ιδιοκτητών του μύλου όσο και του μυλωνά και διαχειριστή του.  

Λίγο μετά από όταν ο ήλιος έδυσε, χάθηκε στη θάλασσα και ο ορίζοντας βάφτηκε κόκκινος, όπως συνηθίζεται στα μέρη που αγναντεύουν τον Κυπαρισσιακό Κόλπο, με ξεπροβόδισε ο Νάσος, για τον οποίο ο τίτλος του μυλωνά είναι τίτλος τιμής, με την ευχή της γρήγορης αντάμωσης. Ευγενικός, ζεστός, εγκάρδιος άνθρωπος, ευαίσθητος με τους ανθρώπους, με τη φύση και τα πλάσματά της.

Κλείνω με την ευχή να πραγματοποιηθεί η εξαιρετική ιδέα του να αναβιώσουν και οι υπόλοιποι εννέα νερόμυλοι, να δημιουργηθεί ένα πάρκο νερόμυλων που θα προσδώσει στην περιοχή ακόμα μεγαλύτερη δυναμική.

Γράφει ο Χρήστος Αναστασόπουλος