Ο τουρισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμος εάν δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τον άνθρακα, κάτι που σημαίνει έναν εντελώς νέο τρόπο εξέτασης της βιομηχανίας και ουσιαστικά αφαίρεση ορυκτών καυσίμων από το ενεργειακό μείγμα
Γράφει ο Γιώργος Τζιάλλας* (άρθρο στο φύλλο της itn Ελληνικός Τουρισμός τεύχος 13)
Τα πρόσφατα έντονα καιρικά φαινόμενα, όλο και πιο συχνά και στη χώρα μας, μας επιβεβαίωσαν ότι η κλιματική αλλαγή είναι εδώ και θα μας επηρεάζει, όπως θα έχει επίδραση και στον τουρισμό. Όλοι γνωρίζουμε λοιπόν ότι συμβαίνει κλιματική αλλαγή. Μπορεί να φαίνεται μακρινή σε κάποιους από εμάς, αλλά σε πολλούς τουριστικούς προορισμούς είναι πλέον καθημερινή ή ετήσια πραγματικότητα. Ο τουρισμός κινδυνεύει από την κλιματική αλλαγή, αποτελεί όμως και ένα από τα αίτιά της, καθώς συμβάλλει στην αύξηση των εκπομπών CO2.
Έως το 2030 οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις προβλέπεται ότι θα φτάσουν σε 1,8 δισεκατομμύρια, αύξηση πάνω από 3% ετησίως από το 2010, χωρίς να συνυπολογίζονται τα δισεκατομμύρια τουριστών που ταξιδεύουν στο εσωτερικό των χωρών τους. Οι τουρίστες ταξιδεύουν επίσης πιο μακριά από ποτέ πριν και με πιο ενεργοβόρα μεταφορικά μέσα, σχεδόν δε όλη η ενέργεια που χρησιμοποιείται στον τουρισμό προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Οι μεταφορές είναι ο κύριος συντελεστής εκπομπών CO2 στον τουρισμό – οι αεροπορικές πτήσεις αντιπροσωπεύουν το 40%, οι οδικές μεταφορές το 32% και η διαμονή το 21%. Ένα σενάριο εκτιμά ότι οι εκπομπές CO2 από τα ταξίδια και τον τουρισμό θα αυξηθούν κατά 170% έως το 2050 εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Με τη Συμφωνία του Παρισιού να έχει θέσει ως στόχο τη διατήρηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε όχι περισσότερους από 2 βαθμούς πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και την ΕΕ και άλλες 195 χώρες να συνυπογράφουν τη συμφωνία για απότομη μείωση των εκπομπών CO2, τα ταξίδια και τουρισμός κινδυνεύουν να είναι απέναντι σε άλλους τομείς της οικονομίας. Ενώ αυτή τη στιγμή οι εκπομπές CO2 πρέπει να μειωθούν απότομα, αυτές από τον τουρισμό αναμένεται να αυξηθούν.
Η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σημαίνει ότι είναι δυνατή η πρόοδος όσον αφορά στη διαμονή και στη χρήση φιλικών προς το περιβάλλον μεταφορικών μέσων (π.χ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τρένα), οι αεροπορικές πτήσεις παραμένουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στη μείωση των εκπομπών. Εντός της ΕΕ, οι αερομεταφορές αντιπροσωπεύουν το 13% όλων των εκπομπών από τις μεταφορές και αυτές οι εκπομπές αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 50% έως το 2035.
Καθώς η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο τη συνολική μείωση των εκπομπών κατά 40% έως το 2030, η πρόκληση είναι ξεκάθαρη. Τέτοιοι στόχοι είναι πιθανό να είναι ακόμη πιο φιλόδοξοι στο μέλλον, με παγκόσμιο στόχο να μην υπάρχουν εκπομπές άνθρακα μετά το 2070.
Η ουσία είναι ότι ο τουρισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμος εάν δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τον άνθρακα, κάτι που σημαίνει έναν εντελώς νέο τρόπο εξέτασης της βιομηχανίας και ουσιαστικά αφαίρεση ορυκτών καυσίμων από το ενεργειακό μείγμα. Η απαλλαγή από τις εκπομπές CO2 της τουριστικής βιομηχανίας πρέπει, φυσικά, να αποτελεί μέρος ευρύτερων πολιτικών πρωτοβουλιών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το «πρασίνισμα» του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, η ηλεκτροδότηση των χερσαίων μεταφορών, πιο αποδοτικά ως προς τα καύσιμα αεροσκάφη αποτελούν μέρος της λύσης.
Οι αερομεταφορές βέβαια θα παραμείνουν ως ο μοναδικός μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών στον τουριστικό τομέα και αποτελεί το πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο ζήτημα – οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 στις αερομεταφορές προβλέπεται να τριπλασιαστούν ή και να τετραπλασιαστούν μεταξύ 2010 και 2040. Η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με βιοκαύσιμα δεν έχει καταφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα, εν μέρει λόγω της χαμηλής τιμής του πετρελαίου και της έλλειψης κινήτρων για επενδύσεις σε εναλλακτικές λύσεις.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Το κόστος της αδράνειας στην ανάληψη δράσεων είναι σημαντικό, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης τουριστικής ανάπτυξης, της απώλειας τουριστικών περιουσιακών στοιχείων και εσόδων, και αρνητικές επιπτώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα θα πρέπει να θεωρείται ως μακροπρόθεσμη επένδυση στη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και θα απαιτηθεί κοινή δράση από φορείς χάραξης πολιτικής, κυβερνήσεις, τους επιχειρηματίες του τουρισμού και εμπειρογνώμονες.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να καθορίσουν στόχους απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα για τον τουριστικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αερομεταφορών και της ναυτιλίας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναπτύξουν συγκεκριμένες τουριστικές πολιτικές γύρω από την κλιματική αλλαγή, κάτι που θα δώσει την ευκαιρία στις τουριστικές επιχειρήσεις να εφαρμόσουν επενδυτικές στρατηγικές. Οι ηγέτες του τουρισμού παγκοσμίως συμφωνούν ότι η αμετάβλητη κλιματική αλλαγή θα είναι καταστροφική σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι ο τουρισμός πρέπει να παίξει το ρόλο του για να μειώσει τις εκπομπές CO2 και να δημιουργήσει ανθεκτικότητα.
Καθώς το μέλλον του τουρισμού, η ευημερία δισεκατομμυρίων ανθρώπων και η μοίρα πολλών προορισμών διακυβεύονται, η τουριστική βιομηχανία θα πρέπει να επανεξετάσει την προσέγγισή της στην ανάπτυξη. Αντί να εστιάζει στους αριθμούς αφίξεων τουριστών, θα πρέπει να ενθαρρύνει τους επισκέπτες να μένουν περισσότερο, να επισκέπτονται μέρη πιο κοντά στον τόπο κατοικίας τους ή να θέσει ως στόχο να προσελκύει περισσότερους επισκέπτες υψηλότερου εισοδηματικού προφίλ που μπορούν να ξοδεύουν περισσότερο.
Και βέβαια η τουριστική ανάπτυξη θα πρέπει να ακολουθεί τις αρχές της αειφορίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, αλλά και της αειφορίας σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική της διάσταση.
* Ο Γιώργος Τζιάλλας είναι Περιφερειακός Διευθυντής του World Travel & Tourism Council (WTTC), Τεχνικός Σύμβουλος Τουρισμού της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, πρώην Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο Τουρισμού.