Ο Κ. Κουσκούκης αναφέρει πως η Ιαματική Ιατρική είναι συμπληρωματική θεραπευτική μέθοδος της Κλασικής Ιατρικής και επομένως πρέπει να συνδυάζονται και να αλληλοσυμπληρώνονται, για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού θεραπευτικού αποτελέσματος.

Οι θεράποντες ιατροί έχοντας στο θεραπευτικό τους οπλοστάσιο τα προϊόντα της σύγχρονης φαρμακοβιομηχανίας, αξιοποιώντας τα αποτελέσματα της καινοτόμου έρευνας πάνω στα φάρμακα, θα πρέπει να προσεγγίζουν συμπληρωματικά και όχι απαξιωτικά, τα επιστημονικά αποτελέσματα της έρευνας της Ιαματικής Ιατρικής προς όφελος πάντα των ασθενών, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες.

Το αναπνευστικό σύστημα επηρεάζεται σημαντικά από την εμβύθιση του σώματος στο νερό έως το επίπεδο του θώρακα, αφενός λόγω της μετατόπισης του αίματος στη θωρακική κοιλότητα και αφετέρου λόγω της συμπίεσης του θωρακικού χώματος από το νερό.

Η συνδυαστική αυτή επίδραση οδηγεί σε αλλαγή της πνευμονικής λειτουργίας, αύξηση του αναπνευστικού έργου και αλλαγή της δυναμικής της αναπνοής.

Ειδικότερα, η ζωτική χωρητικότητα (VC) μειώνεται 6% – 9% όταν το σώμα εμβυθίζεται έως το ύψος του αυχένα σε σύγκριση με την εμβύθιση στο επίπεδο της ξιφοειδούς απόφυσης του στέρνου, ενώ η VC φαίνεται να παρουσιάζει κάποιες διακυμάνσεις με τη θερμοκρασία, εμφανίζοντας μείωση με την εμβύθιση σε νερό θερμοκρασίας 25°C και ελαφρά αύξηση με την εμβύθιση σε ζεστό νερό (40°C).  

Η υδροστατική συμπίεση επίσης οδηγεί σε ελαστική παραμόρφωση του θωρακικού τοιχώματος, μείωση της ενδοτικότητάς του και αρνητική πίεση αναπνοής, ενώ η συνολική ενδοπνευμονική πίεση αυξάνεται λόγω μειωμένου πνευμονικού όγκου γεγονός που προκαλεί αντίσταση των αεραγωγών στην είσοδο του αέρα.

H συνδυαστική επίδραση όλων των προαναφερθέντων αλλαγών στη λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, τις οποίες προκαλεί η εμβύθιση του σώματος στο νερό, είναι η αύξηση του συνολικού αναπνευστικού έργου όπως για έναν ασκούμενο στην ξηρά, ένα πρόγραμμα άσκησης μέσα στο νερό έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση του έργου των αναπνευστικών του μυών

Η ειδική εξάσκηση των αναπνευστικών μυών μπορεί να αποτρέψει τη διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας και να ενισχύσει ουσιαστικά την αντοχή στην άσκηση των ασκουμένων στο νερό.

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της υδροθεραπείας είναι ότι ο δείκτης κατανάλωσης οξυγόνου VO2 είναι 3 φορές μεγαλύτερος για μία δεδομένη ταχύτητα εντός νερού σε σχέση με το έδαφος, καθόσον επιτυγχάνεται μεγαλύτερο αποτέλεσμα με μικρότερη ταχύτητα. Οι δύο παράγοντες που σχετίζονται με την μεταφορά οξυγόνου κατά τη διάρκεια τέτοιων ασκήσεων είναι η θερμοκρασία και η υδροστατική πίεση.

Ωστόσο, το άμεσο βραχείας διάρκειας αποτέλεσμα ασκήσεων ανάδυσης είναι μία μείωση της ζωτικής χωρητικότητας (VC) κατά 7-9%, συνεπώς, τέτοιες ασκήσεις δεν ενδείκνυνται για ασθενείς με χαμηλές τιμές ζωτικής χωρητικότητας. Αντίθετα με την αρχική, βραχυπρόθεσμη δράση, οι τιμές της ζωτικής χωρητικότητας αυξάνουν μετά από εξαμηνιαίο πρόγραμμα σε υψηλές θερμοκρασίες νερού, ενώ ασκήσεις ανάδυσης με κρύο νερό έχουν συσχετιστεί και με πτώση στο CO2.

Η δε θεραπεία spa βελτιώνει καταρχήν τη μυϊκή λειτουργία και μειώνει συμπτώματα πόνου.

Στη σπηλαιοθεραπεία, πολλά στοιχεία του υπεδάφους όπως βιοτικές συνθήκες, χαμηλή κινητικότητα αέρα, χαμηλά επίπεδα σκόνης, υψηλά επίπεδα ιονισμού, ακτινοβολία θεωρούνται ωφέλιμα για το αναπνευστικό.

Η υδροθεραπεία είναι ασφαλής για ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή ΧΑΠ, ως μέσος φυσιοθεραπείας καλύτερο από την αντίστοιχη στο έδαφος. Επίσης, ασκήσεις Head Out of Water Immersion (HOWI), που παλαιότερα αποτελούσαν αντένδειξη, φαίνονται πλέον επωφελείς για μερίδα ασθενών με ήπια νόσο.  Στην εισπνοθεραπεία το υδρόθειο (H2S), η μακροχρόνια έκθεση σ’ αυτό φαίνεται να μην είναι επιβλαβής για ασθενείς με ΧΑΠ, αλλά αντίθετα να βελτιώνει την ποιότητα των πτυέλων.

Συμπερασματικά η υδροθεραπεία και εισπνοθεραπεία στη ΧΑΠ είναι επωφελή αν εφαρμοστούν σωστά, ειδικότερα για την φυσιοθεραπεία / πνευμονική αποκατάσταση, ο ρόλος των ασκήσεων στο νερό ίσως είναι καλύτερη επιλογή από τη συμβατική φυσιοθεραπεία μόνο.  Οι συμπληρωματικές θεραπείες με βάση το νερό ή το υπέδαφος μπορεί να είναι επωφελείς σε συγκεκριμένους ασθενείς.

Επιβάλλεται προσοχή όμως στην επιλογή των ασθενών και της αντίστοιχης προσωποποιημένης μεθόδου με βάση την αρχή «ωφελέειν, ή μη βλάπτειν», καθώς το υδρόθειο αποτελεί παράγοντα κινδύνου για παρόξυνση βρογχικού άσθματος, και για ανάπτυξη πνευμονίτιδας εξ υπερευαισθησίας.

Η σπηλαιοθεραπεία είναι η πολλά υποσχόμενη μέθοδος στο άσθμα, ενώ η υδροθεραπεία μπορεί να συνδράμει στη φυσιοθεραπεία / πνευμονική αποκατάσταση ασθενών με ΧΑΠ καθώς και σε άλλες παθήσεις του αναπνευστικού, όπως η πνευμονική ίνωση και οι λοιπές διάμεσες πνευμονοπάθειες, πάντα υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού.