Η Παγκόσμια Ημέρα για την τρίτη ηλικία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1990, για ν’ αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ηλικιωμένους, αλλά και να αναδείξει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο πολιτισμός μίας κοινωνίας μετριέται και από τη στάση της απέναντι στην τρίτη και τέταρτη ηλικία γεγονός που δεν πρέπει να ξεχνάμε καθόσο τα γηρατειά είναι ένα στάδιο της ζωής μας το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα προσωπικό, ψυχολογικό, οικογενειακό και κοινωνικό.
Η γηριατρική αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο κλινικό ενδιαφέρον στην σύγχρονη εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης λόγω της σημαντικής αύξησης του ποσοστού των ατόμων τρίτης ηλικίας στο γενικό πληθυσμό καθόσο το 2030 οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας (άνω των 65 ετών) θα αποτελούν το 20% του γενικού πληθυσμού της γης, έναντι του 8,1% το 1950 και του 12,7% που είχε φτάσει το 1990.
Οι θεραπευτικοί στόχοι της γηριατρικής είναι η ίαση της νόσου, η παράταση της επιβίωσης αλλά κυρίως η ανακούφιση από τα συμπτώματα, η πρόληψη και καθυστέρηση της νοσηρότητας και φυσικά η διατήρηση της ποιότητας της ζωής των ηλικιωμένων, ώστε να συμμετέχουν σε προγράμματα προληπτικού ελέγχου, να παραπέμπονται στον ειδικό γιατρό και να τους προσφέρονται όλες οι ενδεδειγμένες θεραπευτικές επιλογές.
Το βασικό κριτήριο με το οποίο πρέπει να επιλέγεται η σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση του υπερήλικα ασθενή είναι η γενική κατάσταση του και η συνύπαρξη ή όχι άλλων νοσημάτων. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση από καλά οργανωμένα κέντρα και με τη συμμετοχή ιατρών πολλών ειδικοτήτων.
Είναι επιβεβλημένο να δημιουργηθούν νέα θεραπευτικά πρωτόκολλα και πολυκεντρικές κλινικές μελέτες, ειδικά σχεδιασμένες για ηλικιωμένους ασθενείς, ανθρώπους τρίτης ηλικίας (ενήλικες) και τέταρτης ηλικίας (υπερήλικες), επειδή η γήρανση είναι εξατομικευμένο φαινόμενο και θεωρείται προνόμιο που δεν μπορούν να απολαύσουν όλοι.
Τα υπερήλικα άτομα άνω των 85 ετών συνήθως είναι ευαίσθητα και παρουσιάζουν σοβαρή σωματική και ψυχική εξασθένιση ενώ χρειάζονται βοήθεια για βασικές λειτουργίες τις καθημερινότητας και ζουν συνήθως περιορισμένα στο σπίτι ή σε οίκους ευγηρίας.
Παρά τα αυξανόμενα νούμερα και τις αλλαγές στον παγκόσμιο πληθυσμό που έχει επιφέρει η τέταρτη ηλικία, σχετικά λίγα είναι γνωστά για την επίπτωση του γήρατος ως νόσου σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Η γνώση σχετικά με τις κατάλληλες θεραπείες και τις περίπλοκες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης των ενηλίκων και υπερηλίκων είναι περιορισμένη και συχνά περιπλέκεται από συννοσηρότητες, γνωστική και σωματική αδυναμία και από κοινωνική απομόνωση και επομένως είναι επείγουσα η ανάγκη να αναπτυχθεί μια πιο τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη θεραπεία και καθοδήγηση για πρόληψη και ευζωία.
«Εδώ που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις», ίσως οι πιο εύγλωττες ρήσεις από αυτές που διαθέτει η γλώσσα μας, προκειμένου να περιγράψει περιληπτικά μια ολόκληρη κατάσταση ζωής.
Για τους ηλικιωμένους μας που κάποτε, ως νεότεροι, μας πρόσφεραν απλόχερα, πολλές φορές από το υστέρημα τους, ότι μπορούσαν, αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς, είναι να καταλάβουμε ότι έχουν ανάγκη από την παρουσία μας, γιατί είμαστε ο «λώρος» που τους συνδέει με τη ζωή και μια από τις μοναδικές χαρές τους, να αντιληφθούμε, όπως τα μικρά παιδιά, έχουν ανάγκη από μεγαλύτερη φροντίδα γιατί κάθε μέρα που περνάει τους κάνει πιο εύθραυστους και να καταλάβουμε ότι τους οφείλουμε, όσο είναι δυνατόν, μια αξιοπρεπή ζωή.
Συμπερασματικά να κατανοήσουμε ότι έχουν δικαίωμα, μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής τους, να φροντίζουν την υγεία και την υγιεινή τους, να μην πονούν, να κάνουν τις εξετάσεις τους, να ακολουθούν την αγωγή των ιατρών, να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι σπουδαίο να εξακολουθούν να έχουν στόχους και ότι αν δεν υπήρχαν, δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς. Τέλος να καταλάβουμε ότι, όταν θα φύγουν, θα είναι αργά για να τους πούμε ότι τους αγαπάμε και να μη λησμονούμε ότι τα γηρατειά είναι ένα προνόμιο, που δεν μπορούν να απολαύσουν όλοι οι άνθρωποι.