Άρθρο Δ. Παπαδημητρίου
Στον αξιόλογο και γόνιμο δημόσιο διάλογο που τελευταία έχει αναπτυχθεί, το ερώτημα που κυρίως τίθεται (παραφράζοντας τον Σαίξπηρ) είναι «to cut or not to cut» τον φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι «when to cut» το φορολογικό συντελεστή.
Η στήριξη επιχειρημάτων σε εμπειρικές οικονομικές έρευνες είναι χρήσιμη, αλλά δεν βοηθάει τον πολιτικό διάλογο για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν αποτελέσματα ομόφωνα αποδεκτά από την ακαδημαϊκή κοινότητα για τα αποτελέσματα της συσχέτισης φόρων και ανάπτυξης. Για λεπτομερή επισκόπηση μεγάλου αριθμού ερευνητικών μελετών υπάρχει η μελέτη «What really is the Evidence on Tax and Growth» του ινστιτούτου Center on Budget and Policy Priorities, το οποίο ουσιαστικά τεκμηριώνει το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινή θέση για τα αποτελέσματα της επίπτωσης της μείωσης της φορολογίας στην ανάπτυξη.
Επιπλέον οι εμπειρικές έρευνες αφορούν κυρίως:
α) την περίοδο πριν το 2010, λόγω των διαθέσιμων χρονολογικών σειρών, και
β) την ανάλυση των χωρών των αναπτυγμένων οικονομιών, οι οποίες όμως χαρακτηρίζονται από σταθερά θεσμικά φορολογικά πλαίσια και αυξημένη φορολογική συνείδηση.
Μετά το 2010, σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (IMF Working Paper WP/13/1, Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers), τα εμπειρικά αποτελέσματα έχουν ανατραπεί. Συγκεκριμένα υπάρχει σχεδόν πλήρης συμφωνία ότι σε περιόδους ύφεσης οι πολλαπλασιαστές είναι μεγαλύτεροι (οπότε έχει σημασία για την επίπτωση στο ΑΕΠ αν η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται από την πλευρά των δαπανών ή την πλευρά των φόρων), ενώ και η αποτελεσματικότητα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών είναι αμφισβητήσιμη.
Σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης και στέρησης της χρηματοδότησης της οικονομίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, το όποιο όφελος προκύψει για τις επιχειρήσεις από τη φορολογία διοχετεύεται στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή στη διανομή αυξημένου μερίσματος και όχι σε νέες επενδύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσίαση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και του επιπέδου των επενδύσεων σε χώρες της ΕΕ του προηγούμενου άρθρου, αποτελεί απλά ένδειξη και όχι απόδειξη της συσχέτισης. Αυτό συμβαίνει διότι η απλή συσχέτιση δεν λαμβάνει υπόψη άλλες παραμέτρους της οικονομίας που επηρεάζονται, αλλά ούτε τις αντικρουόμενες παραμέτρους που ενεργοποιεί η μείωση της φορολογίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η παράμετρος είναι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί στο πλαίσιο του Προγράμματος της Χρηματοοικονομικής Στήριξης της Οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε απώλεια εσόδων προκύψει από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών (και σύμφωνα με εκτιμήσεις θα είναι σχεδόν 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αν ο συντελεστής μειωθεί στο 15% από το 29%), θα πρέπει να καλυφθεί από αντίστοιχη περικοπή των δαπανών. Σύμφωνα όμως με εκτιμήσεις τόσο του ΟΟΣΑ αλλά και της ΕΚΤ (OECD Fiscal multipliers and prospects for consolidation και ECB Working Paper Comparing fiscal multipliers across models and countries in Europe), οι πολλαπλασιαστές των δαπανών είναι σχεδόν διπλάσιοι των πολλαπλασιαστών των φορολογικών εσόδων για την Ελλάδα. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα ενισχύσει την ανάπτυξη κατά x%, η αναγκαία αντίστοιχη μείωση των δαπανών θα μειώσει την ανάπτυξη κατά 2x%.
Συνεπώς, η πολιτική θέση ότι «η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων θα φέρει ανάπτυξη» είναι παραπλανητική και δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που πραγματικά εμποδίζουν την ανάπτυξη. Οι πολιτικές αποφάσεις για την οικονομία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη:
– τους περιορισμούς της οικονομικής προσαρμογής,
– τις οικονομικές παρενέργειες σε άλλους τομείς της οικονομίας,
– τις προτεραιότητες της κοινωνικής πολιτικής και
– την αποτελεσματικότητα της διοίκησης.
Χωρίς λοιπόν την προσφυγή στα αποτελέσματα εμπειρικών μελετών για άλλες χώρες και για άλλες περιόδους που τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητα ή την αναποτελεσματικότητα της μείωσης της φορολογίας, είναι προτιμότερο να σταθούμε στα κοινώς αποδεκτά προβλήματα της οικονομίας.
Σε αυτά περιλαμβάνονται:
– Η επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας
– Η διατήρηση βιώσιμης δημοσιονομικής κατάστασης στην οικονομία
– Η ύπαρξη και συντήρηση βασικών υποδομών στη χώρα
– Η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών (δικαστική εξουσία, διαφάνεια διαγωνισμών)
– Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής (ώστε το φορολογικό βάρος να κατανέμεται δίκαια)
– Η καταπολέμηση της διαφθοράς (ώστε οι επενδύσεις να γίνονται αξιοκρατικά και χωρίς εμπόδια)
– Η διαμόρφωση σταθερού φορολογικού συστήματος (που θεωρείται σημαντικότερος παράγοντας για τις επενδύσεις καθώς διασφαλίζει ότι ο φορολογικός συντελεστής που ισχύει σήμερα θα ισχύει και σε 5 χρόνια)
– Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας
– Η διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος (σε συνδυασμό με την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας)
– Η πραγματοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία
– Η ολοκλήρωση των επωφελών ιδιωτικοποιήσεων που θα ενισχύσουν την δυναμική της οικονομίας
Όλα τα παραπάνω προβλήματα της οικονομίας, τα οποία επιδεινώθηκαν μετά από δεκαετίες διακυβέρνησης από τις κυβερνήσεις κομμάτων της σημερινής αντιπολίτευσης, γίνεται προσπάθεια να διορθωθούν τα τελευταία δύο χρόνια υπό τον περιορισμό του ασφυκτικού δημοσιονομικού πλαισίου (και του δυσβάσταχτου δημόσιου χρέους) και της κοινωνικής καταστροφής (ανεργία, φτώχεια) που παρέλαβε η σημερινή κυβέρνηση.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση έχει στόχο τη δίκαιη ανάπτυξη, δηλαδή την ανάπτυξη που θα ωφελήσει όλες τις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, καθώς και τον ισότιμο καταμερισμό των θυσιών (χωρίς να ευνοούνται οι επιχειρηματίες σε βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων) και τέλος να δημιουργήσει το κατάλληλο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον για να προσελκύσει παραγωγικές και όχι κερδοσκοπικές επενδύσεις.
Μόνο έτσι θα κινητοποιηθούν οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και ταυτόχρονα θα δείξει στις διεθνείς αγορες
ΑΠΕ