Ομιλία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη στο στο Πρωτοχρονιάτικο Δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Κύριε πρόεδρε,
κυρίες και κύριοι
Ευχαριστώ θερμά τη Διοίκηση του Επιμελητηρίου για τη δυνατότητα που μου δίνει να είμαι σήμερα εδώ και να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις για τις προκλήσεις του νέου έτους και τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής. Μιλώντας σε μια εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου θα ήθελα να αρχίσω με τη διαπίστωση ότι η Γερμανία αποτελεί παραδοσιακά έναν από τους σημαντικότερους και πιο σταθερούς οικονομικούς εταίρους της Ελλάδας στον τομέα του τουρισμού, του εμπορίου, των επενδύσεων.
Και χαίρομαι που ένα πυκνό, ήδη, πλέγμα συνεργασιών αναπτύσσεται περαιτέρω, διευρύνοντας τα πεδία και τις μορφές συνεργασίας μεταξύ υπουργείων, δημοσίων και ιδιωτικών φορέων, κοινωνικών και πολιτισμικών οργανώσεων. Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Και για το ρόλο του αυτό έχει την αμέριστη στήριξη της Κυβέρνησης.
Στις αρχές κάθε χρόνου συνηθίζεται να μιλάμε για προοπτικές. Να κάνουμε προβλέψεις. Μόνο που οι προβλέψεις έχουν γίνει εξαιρετικά επισφαλείς. Αν κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την ευρύτερη περιοχή μας, διαπιστώνουμε ότι το 2017 είναι έτος με χαμηλή προβλεψιμότητα. Και ίσως αυτό δεν αφορά μόνο το 2017. Έχουμε μπει, σε μια φάση αυξανόμενης αβεβαιότητας, έντασης των ανταγωνισμών, ενεργοποίησης γεωπολιτικών αντιθέσεων και ανακατατάξεων, με άγνωστη έκβαση.
Όπως δείχνει και η ιστορία, σε τέτοιες έντονα μεταβατικές συνθήκες καμία δημοκρατική, πολιτισμική ή κοινωνική κατάκτηση δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη ή δεδομένη αν δεν την υπερασπιστούμε αποφασιστικά. Και αυτό ισχύει για την ειρήνη, τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος, τα δικαιώματα, την ίδια την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στις συνθήκες αυτές σημασία έχει το πού θέλουμε να πάμε ποιοι είναι οι στόχοι μας και πώς θα τους πετύχουμε. Θα αναφερθώ όσο μπορώ πιο συνοπτικά σε ορισμένες κεντρικές προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής για το 2017.
Παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας η Ελλάδα
Η Ελλάδα, παρά τις οδυνηρές συνέπειες της κρίσης, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας σε ένα ευρύ τόξο αστάθειας από την Ουκρανία ως τη Βόρεια Αφρική.
Βασική προτεραιότητά μας, ως χώρα και ως κυβέρνηση, είναι να ενισχύσουμε το ρόλο αυτόν και να δράσουμε ως δύναμη ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή με ακόμη πιο ενεργητικό τρόπο. Οι πολυδιάστατες σχέσεις και οι ιστορικοί δεσμοί με τους λαούς της ευρύτερης περιοχής το επιβάλλουν και το επιτρέπουν.
Το Κυπριακό είναι ένα από τα ανοιχτά προβλήματα της περιοχής. Δεν είναι ένα διμερές πρόβλημα. Είναι ένα διεθνές πρόβλημα, πρόβλημα εφαρμογής του διεθνούς Δικαίου. Είναι και ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Διότι τα σύνορα της Κύπρου είναι και σύνορα της Ευρώπης. Η επίλυση επομένως του Κυπριακού θα αποτελέσει από πολλές απόψεις μια σημαντική συμβολή στη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην περιοχή. Η ελληνική κυβέρνηση σεβόμενη τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του προβλήματος συμμετέχει ενεργά επιτελώντας ρόλο, ενισχυτικό και προωθητικό σε σχέση με τις εν εξελίξει διαδικασίες για μια λύση δίκαιη και λειτουργική που θα έχει βεβαίως την αποδοχή και την έγκριση του κυπριακού λαού.
Αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση του Προγράμματος
Κορυφαία ασφαλώς, προτεραιότητα της Κυβέρνησης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση του Προγράμματος. Έχουμε επίγνωση ότι αυτό δεν σημαίνει, από μόνο του, και το τέλος της κρίσης. Όμως θα είναι σαν να φτάνουμε σε ένα «ξέφωτο» που, αν το αξιοποιήσουμε σωστά, θα μας επιτρέψει ως κοινωνία να ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας και να χαράξουμε το μέλλον μας με μεγαλύτερη αυτογνωσία και συλλογική αυτοπεποίθηση σε πιο σταθερές, βιώσιμες και δίκαιες βάσεις.
Με την είσοδο στο νέο έτος μετράμε αντίστροφα το χρόνο, για την λήξη του Προγράμματος. Τυπικά μας απομένουν 18 μήνες, όμως τα πιο κρίσιμα βήματα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί στους πρώτους μήνες αυτού του έτους. Για το λόγο αυτό η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι κρίσιμη για την έκβαση όλου του Προγράμματος. Η ελληνική κυβέρνηση έχει από την πλευρά της ανταποκριθεί σε όλες τις υποχρεώσεις της και τα λίγα θέματα που μένουν ανοιχτά μπορούν να κλείσουν άμεσα, αν υπάρξει η αναγκαία βούληση από όλες τις πλευρές.
Όμως δεν εξαρτώνται όλα μόνο από εμάς. Δεν είναι κρυφό ότι, στην παρούσα συγκυρία, βασική αιτία των καθυστερήσεων είναι αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των Θεσμών. Κυρίως ανάμεσα στο ΔΝΤ και ορισμένα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης. Αλλά και στο εσωτερικό των εν λόγω κρατών διατυπώνονται αποκλίνουσες απόψεις. Άρα δεν πρόκειται για προβλήματα που τα δημιουργεί η δική μας στάση.
Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να επιστήσω την προσοχή σας στο γεγονός ότι τέτοιες διαφορές απόψεων μεταξύ των Θεσμών υπήρξαν και στο παρελθόν, το 2010, το 2011 και μετέπειτα. Και οδήγησαν είτε σε καθυστερήσεις είτε σε εξωπραγματικές απαιτήσεις ή σε ετεροβαρείς συμβιβασμούς σε βάρος της Ελλάδας, που είχαν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της κρίσης, την παράταση και το βάθεμα της ύφεσης, τη διόγκωση των κοινωνικών δεινών. Πρέπει, λοιπόν, πάση θυσία να αποτραπεί η επανάληψη των ίδιων λαθών. Ειδικά στις συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ευρώπη, με την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων και την αμφισβήτηση της ακεραιότητας, της συνοχής και της προοπτικής της ΕΕ, η έγκαιρη ολοκλήρωση τόσο της δεύτερης αξιολόγησης όσο και συνολικά του Προγράμματος, δεν είναι προς όφελος μόνο της Ελλάδας, αλλά και της ίδιας της Ευρώπης.
Πέρα από τα μνημόνια: Επιταχυντές, πολλαπλασιαστές, παράλληλες δράσεις
Η ολοκλήρωση του Προγράμματος, η έξοδος στις αγορές, η επίτευξη ισχυρής ανάκαμψης, όλα αυτά, προφανώς, είναι προϋποθέσεις αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς, για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος και να εξαλείψουμε τις αιτίες που μας έφεραν στη χρεοκοπία και στην κρίση.
Η κρίση που ζούμε δεν είναι κυκλικού χαρακτήρα, ώστε με μία ανάκαμψη της οικονομίας να προεξοφλήσουμε την έξοδο από αυτήν. Είναι μια κρίση δομική, του κυρίαρχου παραγωγικού υποδείγματος, αλλά και του συστήματος δικομματικής εξουσίας που λειτουργούσε ως ένα «καρτέλ», καθώς και του πελατειακού μοντέλου διακυβέρνησης, που είχε διαμορφωθεί πριν από την κρίση, αλλά επέζησε και έπειτα από αυτήν.
Για αυτό και έξοδος από την κρίση σημαίνει βαθιές αλλαγές σε πολλούς τομείς, διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, με ισχυρή και σύγχρονη παραγωγική και βιομηχανική βάση, νέα καινοτόμα εξωστρεφή και κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, ριζική αλλαγή στη λειτουργία του κράτους, του πολιτικού συστήματος και του τρόπου διακυβέρνησης και, βέβαια, δραστική μείωση της ανεργίας, δυνατότητες παλιννόστησης των νέων επιστημόνων, στήριξη και ανασυγκρότηση του Κοινωνικού Κράτους.
Ακόμη λοιπόν και αν όλα εξελιχθούν με τον καλύτερο τρόπο και πάλι χρειαζόμαστε κοινωνικούς πολλαπλασιαστές, οικονομικούς επιταχυντές και μια νέα γενιά ριζοσπαστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που να θέτουν τις βάσεις για ένα νέο υπόδειγμα σύγχρονης, βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Η συμφωνία, συνεπώς, με τους δανειστές πρέπει να υλοποιείται και υλοποιείται με συνέπεια, όμως δεν είναι ούτε το τέλος της πολιτικής ούτε το όριό της, τουλάχιστον για αυτήν την κυβέρνηση.
Βασική προτεραιότητα, λοιπόν, της κυβερνητικής πολιτικής είναι η υλοποίηση, παράλληλα με την εφαρμογή του συμφωνημένου Προγράμματος, όλων εκείνων των αλλαγών και των παράλληλων δράσεων που ενισχύουν την ανάκαμψη της οικονομίας, αποκαθιστούν αδικίες, αμβλύνουν ανισότητες, στηρίζουν την κοινωνική συνοχή, απελευθερώνουν το κράτος, τους θεσμούς και την κοινωνία από εξαρτήσεις, δουλείες και λογικές του παρελθόντος.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η απόδοση του εφάπαξ κοινωνικού βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους και η αναστολή για ένα χρόνο της αύξησης στο ΦΠΑ στα νησιά που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της προσφυγικής κρίσης.
Βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος
Όπως δείχνουν και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, οι εξαγωγές ενισχύονται, η ανάκαμψη επιταχύνεται, το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται. Αυτά όμως δεν αρκούν.
Το 2017 θέλουμε να είναι -και μπορεί να είναι- έτος δραστικής βελτίωσης του επιχειρηματικού και του επενδυτικού περιβάλλοντος. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τόσο ο τερματισμός του φαύλου κύκλου της ύφεσης όσο και μέτρα που απλουστεύουν τις διαδικασίες για την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων, η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η ενεργοποίηση του Αναπτυξιακού Νόμου, η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η πολιτική σταθερότητα που, παρά τις μονότονες εκκλήσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές, αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από όσο ορισμένοι, για μικροπολιτικούς λογούς, θα ήθελαν.
Το 2017 θα είναι ένας κρίσιμος χρόνος για την επιστροφή του τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότηση της οικονομίας και αυτό θα γίνει εφικτό για τρεις λόγους:
- Πρώτον, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους να μειώσουν δραστικά τα «κόκκινα» δάνεια, γεγονός που θα απελευθερώσει πόρους.
- Δεύτερον, οι τράπεζες αρχίζουν να αντλούν πόρους από τις διεθνείς αγορές.
- Τρίτον, οι καταθέσεις άρχισαν, αργά αλλά σταθερά να ανακάμπτουν.
Επίσης, το 2017 θα είναι μια αποφασιστική χρονιά για τη δημιουργία εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Διαμορφώνεται, ένα παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα που, συμπληρωματικά προς το παραδοσιακό, δημιουργεί εναλλακτικές δυνατότητες χρηματοδοτήσεων, από τη χορήγηση μικροπιστώσεων μέχρι την κεφαλαιακή συμμετοχή σε πρωτοπόρα επιχειρηματικά σχέδια. Σημαντική είναι στον τομέα αυτό η συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ταυτόχρονα, συντελούνται ποιοτικές αλλαγές, που αλλάζουν τον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας. Στη θέση της κρατικοδίαιτης και διαπλεκόμενης με τις κομματικές εξουσίες επιχειρηματικής τάξης αναδύονται νέες επιχειρηματικές δυνάμεις, που κάνουν ήδη αισθητή την παρουσία τους, ιδίως σε τομείς της καινοτομίας και της εξωστρέφειας. Χαρακτηρίζονται από συνέπεια στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, σέβονται την εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία, επενδύουν τα κέρδη τους και δημιουργούν θέσεις εργασίας. Η Κυβέρνηση θεωρεί θετικές και ενισχύει τις τάσεις αυτές.
Η αλλαγή του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας θα επιταχυνθεί και μέσα από τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων. Το νέο, ολοκληρωμένο πλαίσιο ρύθμισης των επιχειρηματικών δανείων, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος και τα ασφαλιστικά Ταμεία θα τεθεί σύντομα σε εφαρμογή και θα διέπεται από διαφανείς αρχές, κοινές για όλους.
Οι πρακτικές του παρελθόντος, όταν με πολιτικές παρεμβάσεις, εξασφαλίζονταν εύκολα δάνεια η χαρίζονταν χρέη «ημέτερων», δεν έχουν θέση στη νέα διακυβέρνηση. Και κάνει εντύπωση ότι ορισμένοι από εκείνους, που υπηρέτησαν ή υπηρετήθηκαν από αυτές τις πρακτικές, παραπλανούν και περιγράφουν την προσπάθεια ανατροπής αυτών των πρακτικών ως δήθεν απειλή για το Κράτος Δικαίου.
Τώρα, διαγραφές ή μειώσεις δανείων θα γίνονται μόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και μόνο εφόσον οι υφιστάμενοι μέτοχοι θα συνεισφέρουν με νέα κεφάλαια και βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια. Αν οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ανταποκριθούν, οι τράπεζες μπορούν να αναζητήσουν νέους επενδυτές με κεφάλαια και αξιόπιστα business plans. Στις περιπτώσεις αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι παλαιοί μέτοχοι δεν θα απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους πριν διερευνηθεί το ενδεχόμενο να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία εντός της χώρας ή στο εξωτερικό. Το ξέρουμε ότι αυτό δεν θα είναι πάντα εύκολο, αλλά το μήνυμα είναι ότι η εποχή που κάποιοι είχαν τα κέρδη τους στο εξωτερικό και τα χρέη τους στο εσωτερικό, δεν μπορεί και δεν θα γίνει πλέον ανεκτή. Και αυτό δεν συνιστά παραβίαση, αλλά σεβασμό των αρχών του Κράτους Δικαίου.
Στήριξη και ανασυγκρότηση του Κοινωνικού Κράτους
Για την κυβέρνησή μας προτεραιότητα διαρκείας είναι η στήριξη του Κοινωνικού Κράτους. Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν στον Guardian στοιχεία που δείχνουν την επικίνδυνη μείωση στα χρόνια της κρίσης των δαπανών για τη δημόσια Υγεία. Πράγματι, οι δημόσιες δαπάνες Υγείας την περίοδο 2009-2014 κατέρρευσαν και από 15,581 δισ. ευρώ το 2009 έπεσαν στα 8,775 δισ. ευρώ το 2014, σημειώνοντας πτώση 44%, πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης. Έτσι η δημόσια δαπάνη για την Υγεία ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έπεσε μέχρι και στο 4,6% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπερβαίνει το 6,5%.
Αυτή η εικόνα είναι σωστή. Λέει, όμως, τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι, παρά τους ασφυκτικούς ακόμα δημοσιονομικούς περιορισμούς, η σημερινή κυβέρνηση πέτυχε τον τερματισμό της πτώσης και άρχισε τη στήριξη και την ανασυγκρότηση, τόσο του συστήματος Υγείας όσο και συνολικά του Κοινωνικού Κράτους.
Συγκεκριμένα, οι δημόσιες δαπάνες για την Υγεία αυξήθηκαν φθάνοντας στο 5,1% του ΑΕΠ, ενώ συνολικά ο κοινωνικός Προϋπολογισμός του 2016, ο πρώτος που καταρτίσθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση, ήταν αυξημένος κατά 823 εκατομμύρια ευρώ. Γίνονται έπειτα από πολλά χρόνια προσλήψεις νέου μόνιμου και προσωρινού προσωπικού, περίπου 10.000, διαφόρων ειδικοτήτων. Δόθηκε η δυνατότητα σε περίπου 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας να έχουν, για πρώτη φορά, πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Δόθηκε, επίσης, η δυνατότητα σε 750.000 πολύ φτωχούς συμπολίτες μας να έχουν μηδενική συμμετοχή στην αγορά φαρμάκων.
Προτεραιότητά μας για το 2017 είναι η ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που αποτελεί διαχρονικό έλλειμμα του Συστήματός μας. Ακόμη, από την αρχή του χρόνου επεκτάθηκε και υλοποιείται πλέον πανελλαδικά το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ή Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα). Το μέτρο χρηματοδοτείται με 760 εκατομμύρια ευρώ και αφορά 700.000 δικαιούχους που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, αντικαθιστώντας το διετές πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, που θεσμοθετήσαμε το 2015. Μια σχετική πρόταση νόμου είχα καταθέσει προσωπικά εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή το 2004, αλλά τότε είχε απορριφθεί από όλα τα κόμματα.
Σε συνθήκες, λοιπόν, κρίσης και δημοσιονομικών περιορισμών δημιουργούμε θεσμούς κοινωνικής προστασίας που θα έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί, όπως έγινε σε άλλες χώρες στα χρόνια της ανόδου και τις ευμάρειας. Όμως τέτοιοι θεσμοί δεν ήταν στις προτεραιότητες των τότε κυρίαρχων κομμάτων. Γι’ αυτό το ελληνικό δικομματικό σύστημα είχε χρεοκοπήσει ηθικά, πριν συμπαρασύρει τη χώρα στην καταστροφική χρεοκοπία.
Κρίσιμο έτος για την Ευρώπη
Το 2017 θα είναι κρίσιμο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Το ερώτημα για το μέλλον της Ευρώπης μετά το Brexit έχει τεθεί. Και είναι πραγματικό. Το ζητούμενο δεν είναι λιγότερη ή περισσότερη Ευρώπη, αλλά μια καλύτερη για τους λαούς Ευρώπη, μια κοινωνική, δημοκρατική και αλληλέγγυα Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποκτήσει εκ νέου θελκτικότητα και κοινωνική νομιμοποίηση αν λειτουργήσει ως δύναμη που καταπολεμά τις κοινωνικές, τις φυλετικές και περιφερειακές ανισότητες αντί να τις διευρύνει, μια δύναμη που πρωταγωνιστεί ενάντια στα παγκόσμια δεινά και τις αιτίες τους αντί να τα αναπαράγει στο εσωτερικό της. Το προσφυγικό πρόβλημα δεν λύνεται κλείνοντας τα σύνορα, αλλά αναλαμβάνοντας όλοι το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί. Η διέξοδος δεν βρίσκεται στην υποχώρηση από τις αξίες της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού αλλά κάνοντας πιο ισχυρή τη δέσμευση μας σε αυτές. Μόνον έτσι μπορεί να σταματήσει η επέλαση της Ακροδεξιάς και του εθνικισμού και να μπουν οι βάσεις για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των λαών σε μια κοινή ευρωπαϊκή προοπτική.
Σε ό,τι μας αφορά, εμείς μαζί με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης θα αγωνιστούμε για τη διαμόρφωση μιας νέας, προοδευτικής πλειοψηφίας, στην Ευρώπη και στην κάθε χώρα ξεχωριστά για έναν ισχυρό προοδευτικό πόλο, στη βάση των κοινών προοδευτικών αξιών που θα δώσει νέα ώθηση και αξιοπιστία στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια ακόμη προτεραιότητά μας για το 2017, λοιπόν, είναι ακριβώς να συμβάλουμε ενεργά στο διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης.
Κυρίες και κύριοι,
Με τις σκέψεις αυτές εύχομαι σε όλες και όλους σας καλή χρονιά, με ειρήνη, υγεία, δύναμη, αντοχές αλλά και αισιοδοξία. Διότι μπαίνουμε σε μια χρονιά απαιτητική που, ταυτόχρονα, μπορεί να αποδειχθεί, ειδικά για τη χώρα μας, ένα έτος-ορόσημο για την οριστική μετάβαση από τη μακρά ύφεση στη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, που όλοι έχουμε ανάγκη και όλοι οφείλουμε να εργαστούμε για αυτή.