- Άρθρο της Αναπληρώτριας Γενικής Γραμματέα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων κυρίας Αντιγόνης Μαϊστράλη στο tornosnews.gr
Στο απέραντο γαλάζιο του Βόρειου Αιγαίου η τουριστική πραγματικότητα είναι γεμάτη υποσχέσεις, δυνατότητες, αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν και αγκυλώσεις και καθυστερήσεις και «γκρίζες σκιές» που εμπνέουν ανησυχία. Από τη Λέσβο και τη Σάμο μέχρι τη Χίο και τα μικρότερα νησιά της Περιφέρειας, η τουριστική κίνηση παραμένει ασταθής και ανομοιογενής. Η εποχικότητα παραμένει έντονη, η διασύνδεση των νησιών μεταξύ τους ανεπαρκής, και η εξάρτηση από λίγες αγορές, εύθραυστη. Αρκεί να σημειωθεί πως την τελευταία εβδομάδα , οι αεροπορικές αφίξεις σε Σάμο και Λέσβο έχουν σχεδόν παγώσει – ένδειξη ενός συστήματος που ούτε “απογειώνεται” ούτε καταφέρνει να τροχοδρομήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Και αυτό το χαμένο έδαφος δεν είναι μόνο αριθμητικό. Είναι και θέμα εικόνας, αντίληψης, ανταγωνιστικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το αεροδρόμιο της Χίου. Ένα έργο που έχει καταντήσει τοπικός αστικός μύθος: κάθε τετραετία υπόσχεται «εκσυγχρονισμό», «αναβάθμιση» και ολοκλήρωση έργων – κι όμως, ακόμα δεν υποδέχεται πτήσεις εξωτερικού. Το “αύριο” μετατίθεται διαρκώς, την ώρα που τα νησιά χάνουν συνεχώς πολύτιμο έδαφος στον διεθνή τουριστικό χάρτη. Επιπλέον, η υποστήριξη σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού και προβολής είναι σχεδόν ανύπαρκτη για τις μικρές μονάδες που παλεύουν να επιβιώσουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου διαθέτει μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: φυσικό κάλλος, πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, αυθεντικότητα. Όμως αυτά τα εχέγγυα δεν αρκούν. Οι τοπικές τουριστικές επιχειρήσεις, κυρίως μικρές οικογενειακές μονάδες, δεν διαθέτουν τα εργαλεία για να μετατρέψουν τα πλεονεκτήματα σε βιώσιμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η απουσία σοβαρών χρηματοδοτικών μηχανισμών, οι δυσκολίες πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα και η ανυπαρξία βασικών υποδομών περιορίζουν την προοπτική των επιχειρήσεων και –κατ’ επέκταση– των προορισμών. Δεν είναι μόνο θέμα οικονομίας – είναι και θέμα ταυτότητας. Πρόκειται, μάλιστα, για προβλήματα που δεν εντοπίζονται μόνο στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, αλλά αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών οικογενειακών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της χώρας.
Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ξεπροβάλλει το φαινόμενο των βραχυχρόνιων μισθώσεων – η νέα μεγάλη πρόκληση. Εκεί που ο παραδοσιακός επισκέπτης απολάμβανε τη φιλοξενία με τους όρους της τοπικής κουλτούρας, τώρα η αυλή γίνεται επένδυση, το σπίτι “ξενοδοχείο”, και ο εξ Ανατολών επισκέπτης… οικοδεσπότης! Είναι αλήθεια πως η αυξημένη τουριστική ζήτηση, ειδικά από την Τουρκία, δημιούργησε προσδοκίες. Όμως η αθρόα είσοδος στη βραχυχρόνια μίσθωση, χωρίς κανόνες, χωρίς όρους λειτουργίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η φωνή των τοπικών κοινωνιών δεν είναι λύση. Η απουσία ελέγχων και θεσμικού πλαισίου δεν επιτρέπει ούτε την ισότιμη συμμετοχή ούτε τον ουσιαστικό έλεγχο της κατάστασης από την πολιτεία.
Τουρκικό χρήμα και ξένα funds δημιουργούν ένα σκηνικό ασυδοσίας που αλλοιώνει το τουριστικό προϊόν, παραβλέπει τη συνοχή της τοπικής κοινωνίας και τη βιωσιμότητα της καθημερινότητας. Και ασφαλώς είναι εύλογο αυτό το σκηνικό ασυδοσίας να δημιουργεί και σοβαρές εθνικές ανησυχίες, όταν μάλιστα παρατηρούνται αντίστοιχες στοχευμένες κινήσεις στην αγορά/εκμετάλλευση ακινήτων και σε άλλες εξίσου ευαίσθητες ακριτικές περιοχές, όπως η Θράκη.
Ζητούμενο για το Βόρειο Αιγαίο είναι ένα μοντέλο όπου θα συνυπάρχουν ισότιμα τρεις αξίες: Livability, για τους κατοίκους, Investibility για το επιχειρείν· και Visitability, για τον επισκέπτη. Ένα μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που θα διασφαλίζει το «ευ ζην» όλων των εμπλεκομένων και όχι μόνο των επενδυτών. Αφήγημα που δεν φοβάται να είναι διαφοροποιημένο, ούτε να στηριχθεί σε ποιοτικά και όχι ποσοτικά χαρακτηριστικά.
Το Βόρειο Αιγαίο μπορεί να αποτελέσει πιλότο για ένα νέο, πιο ανθρώπινο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης. Ένα μοντέλο που δεν θα στηρίζεται μόνο στην ένταση των αφίξεων, αλλά στη διάρκεια της παραμονής, την ποιότητα της εμπειρίας, τη σύνδεση με τον τόπο. Εδώ δεν κυριαρχεί το μοντέλο του all inclusive, αλλά αυτό του “slow travel”. Τα νησιά αυτά δεν απευθύνονται στον μαζικό τουρισμό αλλά στον επισκέπτη που αναζητά βάθος, αυθεντικότητα, επαφή με τη φύση, την ιστορία και τους ανθρώπους. Σε αυτούς τους «FIT» ταξιδιώτες, στους silver heads, στους φυσιοδίφες και στους “μακράς διαμονής”, μπορεί να χτιστεί το νέο τουριστικό αφήγημα.
Φυσικά, δεν είναι όλα τα νησιά ίδια. Η Χίος, για παράδειγμα, έχει διαφορετικό τουριστικό προφίλ από τη Λήμνο ή την Ικαρία. Όμως το κοινό ζητούμενο είναι η συνοχή. Η ανάγκη για στοχευμένο στρατηγικό σχεδιασμό, για ενίσχυση των DMMOs (Destination Management & Marketing Organizations), για δίκαιη φορολογική μεταχείριση – καθώς το μη ανταγωνιστικό περιβάλλον λόγω υψηλού ΦΠΑ αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πληγές.
Το τουριστικό μέλλον του Βορείου Αιγαίου δεν πρέπει να χαθεί πίσω από μια βραχυχρόνια ευφορία ή την ψευδαίσθηση της “ανάπτυξης χωρίς όρους” μέσα σε μια νύχτα. Οι τοπικές κοινωνίες αξίζουν ένα διαφορετικό αφήγημα για τον τουρισμό τους. Ένα αφήγημα που θα βασίζεται σε βιώσιμες επιλογές με βάθος, στρατηγική, και σεβασμό στο νησιωτικό DNA.