O Χρήστος Αναστασόπουλος γραφεί για το Ρίπεσι, το ακατέργαστο διαμάντι της ελληνικής υπαίθρου, στην ηλεκτρονική εφημερίδα τουρισμού «itn Ελληνικός Τουρισμός» που κυκλοφόρησε την περασμένη Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021,
Ήρωες, θρύλοι, μακραίωνη ιστορία, παραδόσεις, έθιμα, παραδοσιακή αρχιτεκτονική, λαϊκή τέχνη, ιδιαίτερη γαστρονομία, φυσική ομορφιά συνθέτουν ένα μοναδικό σύνολο.
Η Κεφαλόβρυση είναι ένας ορεινός οικισμός στη βορειοδυτική Μεσσηνία και διοικητικά ανήκει στο Δήμο Τριφυλίας. Ρίπεσι διορθώνουν οι κάτοικοι και οι καταγόμενοι από τον ιδιαίτερο αυτόν τόπο, επιμένοντας στην αρχική ονομασία του χωριού που παραμένει βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή τους, αν και έχει αλλάξει από το 1928. Ως προς την αρχική ονομασία, δύο εκδοχές είναι οι επικρατέστερες.
Σύμφωνα με τη μια, το χωριό ονομάστηκε Ρίπεσι από τα τσαρούχια («ρίπε» στα αρβανίτικα) που κρέμασε ένας τσοπάνος για να σημάνει τον τόπο που βρήκε νερό ενώ, σύμφωνα με την άλλη, το χωριό ονομάστηκε έτσι από το ομώνυμο χωριό των Φιλιατών της Ηπείρου.
Το Ρίπεσι ανήκει στα φημισμένα Σουλιμοχώρια, σε μια συστάδα χωριών που ιδρύθηκαν στα τέλη του 14ου αιώνα από χριστιανούς αρβανίτες οι οποίοι έφτασαν στην περιοχή από τη Βόρεια Ήπειρο, ή κατά άλλους από το Σούλι της Ηπείρου, μετά από πρόσκληση των Δεσποτών του Μυστρά.
Ως προς τον λόγο της πρόσκλησης οι απόψεις διίστανται, ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν πως έγινε για να αυξηθεί ο πληθυσμός της περιοχής, για δημογραφικούς λόγους δηλαδή, ενώ άλλοι εκτιμούν πως έγινε για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς και συγκεκριμένα για να ενισχυθεί ο βυζαντινός στρατός και να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων (Σταθόπουλος, 1990).
Οι Σουλιμοχωρίτες, περήφανοι, θαρραλέοι, ατρόμητοι πολεμιστές, ρωμαλέοι και ριψοκίνδυνοι απέκτησαν στο πέρασμα του χρόνου το προσωνύμιο Ντρέδες. Ντρες σημαίνει αντρειωμένος, παλικάρι, ανυπότακτος ή ευθύς, ντόμπρος (από την αρβανίτικη λέξη «ντρέιτ» που σήμαινε «ίσιος»), ενώ κατά άλλη εκδοχή είναι παραλλαγή του ονόματος «Δωριεύς». Οι Ντρέδες ήταν από τους πρώτους κλεφταρματωλούς του αγώνα, αποτέλεσαν επίλεκτα στρατιωτικά σώματα και η συμβολή τους τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια όσο και κατά την επανάσταση ήταν τεράστια.
Τα Σουλιμοχώρια, η Μάνη και το Σούλι θεωρούνταν απάτητα κάστρα. Από το Ρίπεσι κατάγονταν δεκάδες Ντρέδες αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και οι ξακουστοί Γιάννο Μπάλτας, κλεφταρματωλός και Θανάσης Ριπεσιώτης, οπλαρχηγός, που συμμετείχαν σε πλήθος μαχών. Δυστυχώς η συμβολή των Ντρέδων στον αγώνα δεν έχει αναγνωριστεί στον βαθμό που τους πρέπει. Η ιστορική ανυπαρξία τους οφείλεται στην πίστη τους στον Κολοκοτρώνη στη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά και στο ότι επαναστάτησαν κατά της βαυαροκρατίας, το 1834, για τα συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων και την αποκατάσταση των αγωνιστών.
Αμφιθεατρικά χτισμένο, στην αγκαλιά των γύρω βουνών, γραφικό, με άφθονα νερά και κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο, το Ρίπεσι αγναντεύει από τα 517 μέτρα υψόμετρο τη θάλασσα και την πόλη της Κυπαρισσίας. Καρυδιές, πλατάνια, ακακίες, σφένδαμοι, μουριές, συκιές, πουρνάρια και κυπαρίσσια συνθέτουν ένα ειδυλλιακό τοπίο. Δυο ρεματιές διασχίζουν το χωριό και το χωρίζουν σε τρεις γειτονιές. Τα σπίτια του είναι, με κάποιες εξαιρέσεις, παραδοσιακά χτισμένα, πέτρινα με κεραμοσκεπές, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ορισμένα επιβλητικά δίπατα αρχοντικά.
Στην πλατεία του δεσπόζει η εκπληκτικής αρχιτεκτονικής «Μεγάλη Βρύση», το σύμβολο του χωριού, κατασκευασμένη το 1905, με τρεις κρουνούς από τους οποίους τρέχει κρύο νερό όλο το χρόνο. Πλησίον της στέκει αγέρωχος ο υπεραιωνόβιος πλάτανος, φυτεμένος το 1857, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει η προτομή του Γεωργίου Πετμεζά, διακεκριμένου αθλητή της Ελληνορωμαϊκής Πάλης, ολυμπιονίκη (1948) και εθνικού προπονητή. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται και η πέτρινη εκκλησία του χωριού, ο Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου, χτισμένη στα μέσα του 19ου αιώνα καθώς και το μεταγενέστερης κατασκευής (1901) καμπαναριό της που αποτελεί αριστούργημα λαϊκής τέχνης. Στον πλακοστρωμένο περίβολο του ναού έχουν τοποθετηθεί το Ηρώο και προτομές προσωπικοτήτων του χωριού.
Σήμερα, στο χωριό κατοικούν 40 περίπου μόνιμοι κάτοικοι όταν στο παρελθόν έσφυζε από ζωή. Ο μέγιστος καταγεγραμμένος πληθυσμός ανήλθε, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, στα 588 άτομα. Χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούμενων εκτάσεων, ελαιώνων, αμπελιών, σιτηρών και μπαξέδων περιέβαλλαν το χωριό.
Η κτηνοτροφία άκμαζε. Χιλιάδες αιγοπρόβατα έβοσκαν στα γύρω βοσκοτόπια. Λειτουργούσαν ελαιοτριβεία, ληνοί, τυροκομεία, σαράντα αλώνια, νερόμυλοι, σχολείο, καφενεία, ταβέρνες, τσαγκάρικα, μπακάλικα. Σχολείο ιδρύθηκε το 1869 και μάλιστα έως το 1888 χρησιμοποιήθηκε ως «Ακαδημία», από την οποία αποφοίτησαν δάσκαλοι που διορίστηκαν στα γύρω χωριά. Από τη δεκαετία του ΄60 και μετά ο πληθυσμός μειώθηκε με γοργούς ρυθμούς, οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα ή μετανάστευσαν σε χώρες του εξωτερικού.
Το σχολείο έκλεισε (1982), η αγροτική και η κτηνοτροφική δραστηριότητα, με εξαίρεση τους ελαιώνες, έχει σχεδόν μηδενιστεί, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, και οι βοσκότοποι μετετράπησαν σε λόγγους, σε δασώδεις εκτάσεις, τα μαγαζιά κατέβασαν ρολά. Σήμερα, θα βρει κανείς μόνο ένα καφενείο–ψησταριά που σερβίρει κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία και μια ιδιαίτερη ταβέρνα, στην άκρη του χωριού, με πανοραμική θέα η οποία αξίζει ειδικής παρουσίασης.
Πολλά και ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού σύμφωνα με τον λαογράφο Σταθόπουλο (1990). Εξαιρετικά δείγματα λαϊκής τέχνης αποτελούν ο ξύλινος αργαλειός και τα ριπεσιώτικα υφαντά που διακρίνονται για τα περίτεχνα σχέδια αλλά και τα ανεξίτηλα χρώματά τους. Από τα πολλά έθιμα ξεχωρίζουν αυτά των αποκριών και της γιορτής τ΄ Αρουσαλιού.
Την πρώτη εβδομάδα του τριωδίου, σύμφωνα με την παράδοση, έβγαινε τα παλιά τα χρόνια ντελάλης και «προφωνούσε» πως αρχίζουν οι απόκριες και όποιος δεν είχε θρεφτάρι (χοίρο) για σφάξιμο, να έσπευδε να αγοράσει. Τα χοιροσφάγια, με ιδιαίτερη εθιμοτυπία και σαφείς παραπομπές σε εκδηλώσεις της αρχαιότητας, ελάμβαναν χώρα αρχικά τις απόκριες και μεταγενέστερα την εποχή των Χριστουγέννων.
Το ψυχοπαράσκευο τα παιδιά επισκέπτονταν τα σπίτια και έλεγαν τις «ψυχούδες» για την ανάπαυση των νεκρών και οι νοικοκυρές τους έδιναν μικρά ψωμάκια (ψυχούδες) αλλά και άγλυκα κόλλυβα για να ευχηθούν πλούσια σοδειά του νοικοκύρη. Τ΄ Αρουσαλιού είναι θρησκευτική εορτή την παραμονή της Πεντηκοστής με σαφή παραπομπή στα Rosalia ή Rossaria τα οποία ήταν ειδωλολατρική γιορτή των Λατίνων για τη λατρεία των νεκρών, η οποία εκχριστιανίσθηκε.
Το σημαντικότερο όμως έθιμο των ριπεσιωτών ήταν αυτό της «ξέλασης», της αλληλεγγύης. Όλο το χωριό μαζευόταν να βοηθήσει να φυτευτεί ένα αμπέλι, να χτιστεί ένα σπίτι, να ολοκληρωθούν οι εργασίες ενός ασθενή συγχωριανού τους. Τα δημοτικά τραγούδια, έχουν και αυτά εξέχουσα θέση στη λαογραφία του χωριού είτε αναφέρονται στα ηρωικά κατορθώματα των Ντρέδων, είτε αναφέρονται στα έθιμα και στην καθημερινότητα με κάποια μάλιστα από αυτά να έχουν διασωθεί στην αρβανίτικη διάλεκτο.
Πληροί τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί τουριστικά, εφαρμόζοντας όμως ένα μοντέλο με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αειφορία.
Το χωριό και η ευρύτερη περιοχή διακρίνεται από μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα γαστρονομία. Άγρια χόρτα, λέχουρδες, σφέλα, μυζήθρα, άρμη, ζυμωτό ψωμί, εξαιρετικό ελαιόλαδο, ελιές, παστό χοιρινό, λουκάνικο με φλούδες πορτοκαλιού, χυλοπίτες, τραχανάς, φτιαχτά στο χέρι μακαρόνια από ζυμάρι, τα «μακαρουνευτά», σαλιγκάρια είναι μερικά μόνο από τα τοπικά προϊόντα. Κολοκυθοκορφάδες με άρμη, κόκορας με χυλοπίτες, καγιανάς με παστό, τραχανάς στο τηγάνι με φρέσκια ρίγανη, σαλιγκάρια με μυρωδικά στο τηγάνι, ψητά κρέατα στον ξυλόφουρνο, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι, λαχανόπιτες, χόρτα τσιγαριστά με λέχουρδες, είναι μερικές μόνο από τις συνταγές.
Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το χωριό κάθε εποχή. Την άνοιξη ευωδιάζει από τα αγριολούλουδα και ένας φυσικός καμβάς χρωμάτων περιβάλλει το χωριό. Τα καλοκαίρια είναι δροσερά και ευχάριστα. Το φθινόπωρο έχει χρώμα και προκαλεί το αίσθημα μιας γλυκιάς μελαγχολίας, ενώ ο χειμώνας δημιουργεί την ανάγκη της θαλπωρής από το τζάκι.
Η θέση του ως βάση για περιήγηση είναι εξαιρετική. Σε μικρή απόσταση, υπάρχουν ενδιαφέροντα χωριά ενώ, ενδεικτικά, απέχει περίπου είκοσι λεπτά από τη θάλασσα, ένα τέταρτο από τους καταρράκτες της Νέδας, σαράντα πέντε λεπτά από το Ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Ενώ για αυτούς που αγαπούν το περπάτημα, μονοπάτια ξεκινούν από το χωριό και το συνδέουν με γειτονικά χωριά.
Είναι προφανές πως το Ρίπεσι αποτελεί ένα ανεξερεύνητο, ένα ακατέργαστο διαμάντι. Ήρωες, θρύλοι, μακραίωνη ιστορία, παραδόσεις, έθιμα, παραδοσιακή αρχιτεκτονική, λαϊκή τέχνη, ιδιαίτερη γαστρονομία, φυσική ομορφιά συνθέτουν ένα μοναδικό σύνολο. Αν το χωριό σβήσει θα χαθούν όλα τα παραπάνω.
Πληροί τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί τουριστικά, εφαρμόζοντας όμως ένα μοντέλο με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αειφορία και έχοντας στόχο μια ήπια, βιώσιμη, πράσινη και δίκαιη ανάπτυξη. Το χωριό συνιστά ιδανική περίπτωση σχεδιασμού και εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ανάπτυξης με άξονα τον Αγροτουρισμό, λαμβάνοντας υπόψη τη φέρουσα τουριστική του ικανότητα, αλλά και τις απόψεις των κατοίκων του και όσων το «νοιάζονται».
Η ύπαιθρός μας έχει να επιδείξει αρκετά άγνωστα χωριά που, αν και έχουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, δεν έτυχαν κάποιας τουριστικής ανάπτυξης και αφήνονται να σβήσουν. Η πολιτεία στέκεται αδιάφορη, απαθής, αμήχανη στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν λαμβάνει μέτρα αντιμετώπισης της εγκατάλειψης, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες αντιστροφής της κατάστασης.
Είναι κρίμα! Γιατί υπάρχει η δυνατότητα, μέσω της εφαρμογής ενός μοντέλου ανάπτυξης με βάση τον Αγροτουρισμό, και αυτά να «ξαναζωντανέψουν», αλλά και η χώρα να αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον τομέα του Τουρισμού αξιοποιώντας όλον αυτόν τον «πλούτο».