Η παγκόσμια υγειονομική κρίση έχει καταφέρει ισχυρό πλήγμα στον Τουρισμό και κατ΄ επέκταση στις οικονομίες χωρών που εξαρτώνται από αυτόν. Παράλληλα, ενίσχυσε σημαντικά την αμφισβήτηση του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξής του, αναδεικνύοντας σε όλο τους το εύρος τις παθογένειες και τα όρια του μαζικού τουρισμού, καθιστώντας πλέον αδήριτη την ανάγκη αναθεώρησης της τουριστικής πολιτικής της χώρας μας μέσω της υιοθέτησης μιας άλλης φιλοσοφίας, ενός διαφορετικού τρόπου προσέγγισης. Έτσι, η αυτονόητη και επιτακτική ανάγκη ενασχόλησης με το παρόν του Τουρισμού, δηλαδή με τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι του κλάδου, θα πρέπει να συνδυαστεί με την ταυτόχρονη ενασχόληση με το μέλλον του.
Στο πλαίσιο αυτό, το Τμήμα Τουρισμού του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Π.Σ. έθεσε προς διαβούλευση την περίοδο του καλοκαιριού στο iThink, στο σχετικό διαδραστικό εργαλείο της ψηφιακής πλατφόρμας iSYRIZA, το ζήτημα της εφαρμογής ενός νέου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Επισημαίνεται, πως το περιεχόμενο του κειμένου που ακολουθεί αντικατοπτρίζει την προσωπική ματιά του συντάκτη του και δεν συνιστά επίσημο σχετικό απολογισμό.
Ένας μικρός αριθμός σχετικών τοποθετήσεων δεν αφορούσε το αντικείμενο της διαβούλευσης, αλλά τη δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Τουρισμός. Οι τοποθετήσεις αυτές δεν πρέπει αβασάνιστα να θεωρηθούν άσχετες και να διαλανθάνουν της προσοχής, γιατί καταδεικνύουν τις καταστροφικές συνέπειες τόσο της πανδημίας του Covid-19 όσο και της κυβερνητικής διαχείρισης των επιπτώσεών της και πρέπει να εκληφθούν ως κραυγή απόγνωσης των ανθρώπων του κλάδου.
Με αφορμή την προηγούμενη διαπίστωση και για να μην θεωρηθεί ανεπίκαιρο το αντικείμενο της διαβούλευσης, σε σχέση με το δραματικό παρόν του Τουρισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΠΣ. αντιλήφθηκε έγκαιρα την κρισιμότητα της κατάστασης στις πραγματικές της διαστάσεις, επικοινώνησε με πλήθος εκπροσώπων εργαζομένων και επιχειρηματιών του κλάδου, ανά την Ελλάδα, αφουγκράστηκε τις ανησυχίες και άκουσε τις προτάσεις τους, συνέλλεξε απαραίτητα στοιχεία και πρότεινε δέσμη εφικτών και κοστολογημένων μέτρων, τα οποία τυγχάνουν επικαιροποίησης όταν το απαιτούν οι εξελίξεις.
Η αναγκαιότητα αλλαγής του κυρίαρχου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης συνιστά κοινό τόπο σε αρκετές από τις υπόλοιπες τοποθετήσεις. Παράλληλα, γίνεται συχνή, άμεση ή έμμεση, αναφορά στις παθογένειες του μαζικού τουρισμού και στις αρνητικές επιπτώσεις που επέφερε στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εύστοχη αναφορά στον «διαρκή μετασχηματισμό του φυσικού περιβάλλοντος σε κτιστό, ως απόρροια των αναγκών ανάπτυξης αυτού του μοντέλου».
Κάποια μέλη εστιάζουν στο πρόβλημα της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού, που, όπως κάθε μονοκαλλιέργεια, καθιστά ευάλωτη την οικονομία σε μεταβολές των παραγόντων που την επηρεάζουν. Στην κατεύθυνση επίλυσής του προτείνεται η διασύνδεση των τριών τομέων της οικονομίας, άρα, ένα μοντέλο που η ανάπτυξη του Τουρισμού, που τυπικά ανήκει στον τριτογενή τομέα, θα αφορά και θα συμπαρασύρει ταυτόχρονα τον αγροδιατροφικό τομέα, την οικοτεχνία, τη βιοτεχνία αλλά και τη βιομηχανία. Κατά αυτό τον τρόπο, εκτιμάται πως η νέα προσέγγιση της τουριστικής ανάπτυξης θα συμβάλλει καταλυτικά στη συνολική αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας.
Αλλού, τονίζεται ο μοναδικός πλούτος και η ποικιλομορφία της Ελλάδας, σε επίπεδο πολιτισμικό, αρχιτεκτονικό, μνημειακό, γαστρονομικό και περιβαλλοντικό καθώς και η δυνατότητα του επισκέπτη να βιώσει πλήθος αυθεντικών εμπειριών, στοιχεία που διαφοροποιούνται από τόπο σε τόπο και τα οποία συνθέτουν τη μοναδικότητα του τουριστικού προϊόντος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται,:
«στην Ελλάδα, η αξιόλογη γεωφυσική ποικιλομορφία, τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και η παράδοση, συνθέτουν ένα σπάνιο μωσαϊκό παραστάσεων, εικόνων και εμπειριών δημιουργώντας έναν τόπο ευλογημένο. Εδώ, οι λάτρεις του αυθεντικού, του ανεξερεύνητου, του ανεπιτήδευτου τουρισμού μπορούν να απολαύσουν ό,τι απλόχερα προσφέρει η φύση…». Έτσι, οφείλουμε να «αντιληφθούμε την ποικιλομορφία και να την αναδείξουμε μαζί με τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες μπορούν σταδιακά να αναγνωρίσουν και να εμπεδώσουν τα δικά τους ξεχωριστά πλεονεκτήματα».
Οι τοπικές κοινωνίες κρίνεται πως πρέπει να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στο σχεδιασμό του προγράμματος τουριστικής ανάπτυξης ενός τόπου. Χωρίς όμως, σύμφωνα με μια άποψη, να αποκλείεται ο κεντρικός σχεδιασμός, ο οποίος «πρέπει να συνυπάρχει και να αλληλοτροφοδοτείται από τον αντίστοιχο περιφερειακό και τοπικό». Ενώ, σύμφωνα με άλλη οπτική, απαιτείται μια άλλη προσέγγιση, «με το κεντρικό κράτος να διατηρεί τις αρμοδιότητες της νομοθέτησης, του ελέγχου, της εκπαίδευσης και της εθνικής προβολής, και τις περιφέρειες να αναλαμβάνουν τον τουριστικό σχεδιασμό και την υλοποίηση του σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς και την τοπική κοινωνία». Επιπρόσθετα, στην κατεύθυνση υιοθέτησης σύγχρονων πρακτικών και εργαλείων, κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία Οργανισμών Διαχείρισης και Προβολής του Προορισμού (DMMO) με τη συμμετοχή των παραπάνω, αλλά και η δημιουργία Τουριστικών Παρατηρητηρίων με την υποστήριξη ερευνητικών φορέων και Πανεπιστημίων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού δεν λείπουν από
τη συζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται, αφού αναπτυχθεί το κατάλληλο πλέγμα κινήτρων, «να εμπλουτιστεί το τουριστικό προϊόν με εναλλακτικές μορφές τουρισμού και να διασυνδεθεί με τις παραγωγικές δυνατότητες κάθε τόπου». Ιδιαίτερης αναφοράς τυγχάνει ο αγροτουρισμός, στον οποίο, προτείνεται, να δοθεί έμφαση διότι αφενός συνδυάζει ιδανικά τον τουρισμό με την αγροτική παραγωγή και αφετέρου «η οικολογία, η επαφή με τη φύση, οι αγροτικές εργασίες και η τοπική γαστρονομία, τα πολιτισμικά στοιχεία του τόπου, ο καθαρός αέρας, η απλότητα, η ηρεμία, η ζεστή φιλοξενία… είναι μερικά μόνο από τα πλεονεκτήματα του αγροτουρισμού, της εναλλακτικής μορφής τουρισμού, που δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να γίνει ένα με τη μάνα γη και τους ανθρώπους της. Να πάρει ενεργό μέρος σε μια διαδικασία δημιουργική, που υπερβαίνει τα όρια της απλής ταξιδιωτικής εμπειρίας».
Συμπερασματικά, οι απόψεις των μελών που συμμετείχαν στη διαδικασία ευθυγραμμίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις θέσεις του Τμήματος. Αποτελεί κοινή παραδοχή η ανάγκη εξεύρεσης ενός νέου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο θα έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και την αειφορία, η εφαρμογή του οποίου θα έχει αποτέλεσμα μια ήπια, βιώσιμη, πράσινη και δίκαιη ανάπτυξη. Ένα μοντέλο που θα διέπεται από τις αξίες και θα έχει τα χαρακτηριστικά που συνάδουν με την κοσμοθεωρία του κόμματος, έτσι όπως αυτή αντανακλάται στην ιδεολογική του ταυτότητα.
Όλες οι τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, και αυτών που δεν έτυχαν αναφοράς στο παρόν, αναλύονται εκτενώς. Δεν περισσεύει καμία άποψη, καμία τοποθέτηση, κανένα σχόλιο. Αν και η ποιότητα των τοποθετήσεων κινείται σε υψηλά επίπεδα, για τη συνέχιση του διαλόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση της συμμετοχής σε αυτόν, είναι σκόπιμο να ενταθεί η προσπάθεια εξωτερίκευσης των θέσεων του Τμήματος και ενδυνάμωσης του στίγματός του στο κομματικό γίγνεσθαι. Η συζήτηση με θέμα την επόμενη μέρα του Τουρισμού δεν ολοκληρώνεται με τον απολογισμό της πρώτης αυτής προσπάθειας, αντίθετα, μόλις ξεκίνησε…
Χρήστος Αναστασόπουλος
Οικονομολόγος, MSc
Δημοτικός Σύμβουλος Καλαμάτας
Μέλος Συντονιστικού Γραμματείας Τμήματος Τουρισμού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Π.Σ.
Μέλος Επιτροπής Τουρισμού & Επιχειρηματικότητας Δήμου Καλαμάτας