Η αναβάθμιση του νομικού πλαισίου της ακτοπλοίας, η εφαρμογή κανόνων λειτουργίας του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, η αναμόρφωση του μεταφορικού ισοδύναμου με στόχο της απάλειψη στρεβλώσεων, η επαναφορά  της δυνατότητας πιστοποίησης των πλοίων από τον Κλάδο Ελέγχου Πλοίων (ΚΕΠ) και κατ΄επέκταση και η παραγωγή επιθεωρητών, καθώς και η διευθέτηση θεμάτων του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

Το εν λόγω σχέδιο νόμου, το οποίο θα τεθεί υπό δημόσια διαβούλευση, παρουσίασε σήμερα ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Γιάννης Πλακιωτάκης στην διάρκεια συνέντευξης τύπου κατά την διάρκεια της οποίας τόνισε ότι  «το εν λόγω νομοσχέδιο περιέχει ένα ευρύ φάσμα ρυθμίσεων που σαφώς εντάσσονται στο συνολικό σχεδιασμό και την γενικότερη πολιτική της Κυβέρνησης.

 Έχει», υπογράμμισε, «σαφείς στόχους, που συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επίτευξη του κυβερνητικού έργου. Δημιουργούν», επεσήμανε, «τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα στο νησιωτικό χώρο και βελτιώνουν το πλαίσιο παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος».

Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο κ. Πλακιωτάκης, το σχέδιο νόμου :

            Εκσυγχρονίζει την υφιστάμενη νομοθεσία περί ακτοπλοΐας, η οποία σαφώς επιβάλλεται να ανταποκριθεί στα δεδομένα του σήμερα, παράλληλα δε να επιχειρήσει για πρώτη φορά την καταγραφή  και εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών και κανόνων λειτουργίας του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (ΣΑΣ).

            Επανεκκινεί, την λειτουργία του Υπουργείου μέσω μιας ορθολογικής, δίκαιης και λειτουργικής παρέμβασης σε εκείνο το θεσμικό και οργανωτικό του πλαίσιο, το οποίο κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπέστη μια άνευ προηγουμένου αποσάθρωση λόγω της αλόγιστης, ανοργάνωτης και ευκαιριακής αντιμετώπισης όλων των βασικών τομέων λειτουργίας του.  

            Θεσμοθετεί πρόσθετες ρυθμίσεις ικανές να ενισχύσουν τη λειτουργικότητα του φορέα και να συντείνουν στην διοικητική ανακούφιση πολιτών και φορέων από διαδικασίες που έχουν πλέον αποδειχθεί ότι η διατήρησή τους δεν προσφέρει κάποια ωφέλεια, αντίθετα δε μόνο προβλήματα προκαλούν τόσο στην ίδια την Διοίκηση όσο και στους κατά περίπτωση συναλλασσόμενους.