Έως και 70 πτήσεις την εβδομάδα – κατά 12 περισσότερες από εφέτος – προς 19 προορισμούς στην Ελλάδα, θα πραγματοποιούν το ερχόμενο καλοκαίρι οι Austrian Airlines, ο εθνικός αερομεταφορέας της Αυστρίας, όπως αναφέρεται σε σημερινή ανακοίνωση.

       Έπειτα από μία σχεδόν πεντάχρονη διακοπή, δρομολογούνται από τον ερχόμενο Μάιο και πάλι  απευθείας πτήσεις από τη Βιέννη προς την Καβάλα και προς την Σάμο, που θα προστεθούν στους έως τώρα προορισμούς στην Ελλάδα, με τους οποίους οι Austrian Airlines  συνδέουν κατά τους θερινούς μήνες τις κυριότερες αυστριακές πόλεις.

        Οι εβδομαδιαίες πτήσεις  προς τη Ρόδο αυξάνονται από τις τρεις έως τώρα σε οκτώ, όπως επίσης αυξάνονται από τέσσερις σε επτά οι πτήσεις προς το Ηράκλειο,. Κατά μία επιπλέον, αυξάνονται  σε πέντε,  οι πτήσεις προς την Κέρκυρα και σε τρεις εκείνες προς την Κω, ενώ αμετάβλητες παραμένουν  στο καλοκαιρινό πρόγραμμα των Austrian Airlines οι πτήσεις προς  τους “κλασικούς”, όπως αναφέρεται,  προορισμούς Ζάκυνθο, Κάρπαθο, Μύκονο και Σκιάθο.  

        Το θερινό πρόγραμμα  της εταιρείας προβλέπει 40 επιπλέον πτήσεις την εβδομάδα από τη Βιέννη προς διάφορους προορισμούς και τίθεται σε ισχύ από τις 29 Μαρτίου 2020, ενώ οι Austrian Airlines θα συνδέουν τη Βιέννη με τους δύο νέους προορισμούς στην Ελλάδα, από τις 20 Μαΐου  κάθε Παρασκευή με την Καβάλα και από τις  26 Μαΐου θα υπάρχει κάθε Τρίτη πτήση από την αυστριακή πρωτεύουσα προς την Σάμο, με τις πτήσεις να  πραγματοποιούνται μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου.

       Το γεγονός, ότι οι Austrian Airlines θα συνδέουν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες τις κυριότερες αυστριακές πόλεις με 19 ελληνικούς προορισμούς, είχε υπογραμμιστεί ιδιαίτερα και στη διάρκεια μεγάλης εκδήλωσης στη Βιέννη  αφιερωμένης στην Ελλάδα.

          Η εκδήλωση,  με τη συμμετοχή  εκπροσώπων των σημαντικότερων  διοργανωτών ταξιδιών, τουριστικών  γραφείων  και δημοσιογράφων  της Αυστρίας, είχε συνδιοργανωθεί   από την “my Austrian Holiday – Austrian Airlines” και την Υπηρεσία Αυστρίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, με στόχο να υπογραμμίσει και την άριστη συνεργασία που έχει επιτευχθεί με τον εθνικό αερομεταφορέα της Αυστρίας.     

         Η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός κατέχει  μία από τις πρώτες θέσεις, ή και επανειλημμένα την πρώτη θέση, στις προτιμήσεις των Αυστριακών τουριστών για τις θερινές διακοπές τους, και μέσα στο 2018  έφθασαν στην Ελλάδα  520.814 Αυστριακοί, στους οποίους φαίνεται να άρεσε ιδιαίτερα, καθότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, παρέμειναν κατά μέσο όρο για 8,7 ημέρες, κατά 1,2 ημέρες περισσότερο από ότι ο μέσος ξένος τουρίστας.

        Επιπλέον, οι Αυστριακοί ξόδεψαν στην Ελλάδα κατά μέσο  όρο 698 ευρώ κατ΄ άτομο, ποσό που είναι κατά 34%  μεγαλύτερο από εκείνο όλων των υπόλοιπων τουριστών, οι οποίοι  ξοδεύουν κατά μέσο όρο 520 ευρώ.  

       Όπως επισημαίνονταν  σε πρόσφατο δημοσίευμα της αυστριακής εφημερίδας Wiener Zeitung, “ανεξάρτητα από το εάν είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, το καλό φαγητό ή η ασφάλεια, οι Αυστριακοί έχουν ανακαλύψει εδώ και πολύ καιρό  την Ελλάδα ως προορισμό  για τις διακοπές τους”.   

         Τίτλος του εκτενούς δημοσιεύματος ήταν:  “Ακμάζει ο τουρισμός της Ελλάδας”,  ενώ στον υπότιτλο σημειώνονταν ότι “ο ελληνικός τουριστικός κλάδος πετυχαίνει το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ και μετά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2019 είναι σίγουρο ότι θα πρόκειται για την καλύτερη χρονιά όλων των εποχών”.  

       “Πρόκειται για συνεχή αύξηση στον τομέα του τουρισμού στην Ελλάδα για έβδομη συνεχή χρονιά και αυτό με μεγάλη δυναμική, καθώς το 2012 είχαν βρεθεί στην Ελλάδα, που  έχει πληθυσμό 10,7 εκατομμύρια κατοίκους, 15,52 εκατ. τουρίστες από το εξωτερικό – χωρίς εκείνους από κρουαζιέρες – ενώ το 2018 ο αριθμός τους ανήλθε στα 30,1 εκατ.”, αναφερόταν χαρακτηριστικά.   

        Επίσης, η αυστριακή εφημερίδα υπογράμμιζε το γεγονός ότι  ο τουρισμός, που, όπως παρατηρούσε, παραδοσιακά αποτελεί έναν πυλώνα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για την εθνική οικονομία, καθότι αντιπροσωπεύει ήδη το  30,9% του  ελληνικού ΑΕΠ και το 25,9% του συνόλου των  απασχολούμενων το 2018, με τα ανάλογα στοιχεία του 2012 να βρίσκονται αντίστοιχα, μόνον  στο 16,4% του ΑΕΠ και στο 18,3% της απασχόλησης.