Ένα από τα ευρέως χρησιμοποιούμενα προϊόντα στην Ισπανική κουζίνα, είναι τα μανιτάρια, τα οποία εμφανίζουν προοπτικές για εξαγωγική δραστηριότητα αντίστοιχων ελληνικών επιχειρήσεων, κατά προτίμηση ιδιαίτερων γηγενών ποικιλιών, καθώς η ποιότητα των ελληνικών μανιταριών θεωρείται γενικά ανώτερης ποιότητας, που θα είχαν απήχηση στον μέσο Ισπανό καταναλωτή.
Το 2018 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της κατανάλωσής τους, ενώ η φετινή εσοδεία στη νότια Ισπανία εμφανίζεται μειωμένη, λόγω της έλλειψης υγρασίας και βροχών. Παρόλα αυτά, ειδικοί του κλάδου αναφέρουν ότι η τελευταία μπορεί να αυξηθεί εάν εμφανιστούν οι κατάλληλες ποσότητες βροχοπτώσεων. Αντίθετα, στη βόρεια Ισπανία, οι καιρικές συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη μανιταριών.
Το 2018, η κατανάλωση μανιταριών αυξήθηκε σημαντικά στην Ισπανία, παρόλη την αύξηση της τιμής τους. Οι Ισπανοί καταναλωτές δαπανούν μόλις το 0,3% του συνολικού ποσού της αγοράς τροφίμων και ποτών στο εν λόγω προϊόν, ποσό σχετικά μικρό, το οποίο ωστόσο παρουσιάζει μεγάλη αύξηση της τάξεως του 17,6% το 2018 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Παρατηρείται ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση γίνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και του φθινοπώρου, ιδιαίτερα τους μήνες του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου, ενώ το καλοκαίρι μειώνεται σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εποχές του έτους.
Η μεγαλύτερη κατανάλωση παρατηρείται στα άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών και ιδιαίτερα στα άτομα μεγαλύτερα των 65 ετών. Οι τελευταίοι καταναλώνουν κατά μέσο όρο περί τα 1,9 κιλά ετησίως ενώ τα άτομα μικρότερα των 50 ετών καταναλώνουν λίγο περισσότερο από 1 κιλό ανά έτος.
Οι αγορές του συγκεκριμένου προϊόντος κατά κύριο λόγο γίνονται στα σουπερμάρκετ και στα παραδοσιακά μαγαζιά-οπωροπωλεία.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 65% της εσωτερικής παραγωγής προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση. Το υπόλοιπο ποσοστό εξάγεται σε διάφορες χώρες του πλανήτη και κυρίως εκτός Ευρώπης. Οι μεγαλύτεροι αποδέκτες ισπανικών μανιταριών είναι το Ισραήλ και η Πορτογαλία ενώ ακολουθούν το Μεξικό, η Δομινικανή Δημοκρατία και οι Η.Π.Α.